Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το "ΓΡΕΒΕΝΙΤΙ"
μετά από επεξεργασία της
Μαίρης Πεζοδρόμου,
την οποία ευχαριστούμε πολύ!
Μια "περίληψη" από άρθρο του Βασιλείου Γ. Ντόβα, υποψηφίου διδάκτορα της βυζαντινής ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ιστορικά Θέματα", τεύχος 177, Αύγουστος 2017.
μετά από επεξεργασία της
Μαίρης Πεζοδρόμου,
την οποία ευχαριστούμε πολύ!
Μια "περίληψη" από άρθρο του Βασιλείου Γ. Ντόβα, υποψηφίου διδάκτορα της βυζαντινής ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ιστορικά Θέματα", τεύχος 177, Αύγουστος 2017.
Επιμέλεια: Γιάννης Σιούλας
Ο Αλή πασάς ο Τεπελενλής είναι γνωστός για τη σκληρότητα με την οποία κυβέρνησε τα Ιωάννινα και την ευρύτερη περιοχή κατά την περίοδο 1788-1822. Όμως δεν ήταν ο μοναδικός τύραννος στην ιστορία της ηπειρωτικής πρωτεύουσας.Τετρακόσια και πλέον χρόνια πριν από αυτόν, κατά την εποχή που ο ελλαδικός χώρος ήταν πολιτικά διαιρεμένος σε μικρά κρατίδια τα οποία κυβερνούσαν ηγεμόνες διαφορετικής εθνικής καταγωγής (Έλληνες, Σέρβοι, Αλβανοί και Λατίνοι) και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαλυόταν σταδιακά, οι Γιαννιώτες δεινοπάθησαν από την απίστευτα αυστηρή και βάναυση διακυβέρνηση ενός σερβικής καταγωγής κυβερνήτη τους, του Θωμά Πρελούμπου (1367-1384).
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 δεν σήμανε και την επανενοποίηση όλων των παλαιών βυζαντινών εδαφών σε μια ενιαία αυτοκρατορία όπως αυτή που υπήρχε πριν από το 1204. Ένα από τα ανεξάρτητα αυτά κράτη ήταν και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, που ιδρύθηκε το 1204 από τον δεσπότη Μιχαήλ Α΄ Άγγελο Κομνηνοδούκα (1204-1214) και το οποίο κάλυπτε τα εδάφη της Αιτωλοακαρνανίας, της Ηπέιρου και της Βορείου Ηπείρου, από τη Ναύπακτο στον νότο μέχρι το ακρωτήριο των Ακροκεραυνίων στο βορρά.
Την εποχή της βασιλείας του αδελφού του Μιχαήλ Α΄ Θεοδώρου (1214-1230) έφτασε στο μέγιστο της επέκτασής του. Οι απόγονοι του Μιχαήλ Α΄ κυβέρνησαν την Ήπειρο μέχρι το 1318, οπότε ο κόμης της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου Νικόλαος Ορσίνι δολοφόνησε τον θείο εκ μητρός του, Θωμά Α΄ και τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Η οικογένεια Ορσίνι κυβέρνησε το Δεσποτάτο μέχρι την ενσωμάτωσή του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1340.
Κατά τη δεκαετία του 1340 και ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία σπαρασσόταν από εμφύλιο πόλεμο
ο βασιλιάς της Σερβίας Στέφανος Ούρεσης Δ΄ Δουσάν Νεμάνια (1331- 1355) εισέβαλε στην αυτοκρατορία και κατέλαβε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη, εκτός από τη Θράκη, τη Θεσσαλονίκη και την Πελοπόννησο.
Η σερβική κατάκτηση της Ηπείρου πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1347-1348 και ο Δουσάν τοποθέτησε Δεσπότη της Ηπείρου τον ετεροθαλή αδελφό του Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο.
Ο πρόωρος θάνατος του Στέφανου Δουσάν το 1355 κλόνισε τη σερβική κυριαρχία στις ελληνικές περιοχές. Τον επόμενο χρόνο ο τελευταίος των Ορσίνι, Νικηφόρος Β΄ επέστρεψε στην Ήπειρο και με τη λαϊκή υποστήριξη ανακατέλαβε το θρόνο του. Σε μια συμπλοκή όμως με Αλβανούς στην περιοχή του Αχελώου σκοτώθημε την Άνοιξη του 1359.
Το φθινόπωρο του ιδίου έτους ο Συμεών ανακατέλαβε τα Ιωάννινα και την Άρτα, αλλά εμφανίστηκε ως ανταπαιτητής ο Ραδοσλάβος Χλάπενος. Ο Συμεών εγκαταστάθηκε στην εύφορη Θεσσαλία και παραχώρησε τη νότια Ήπειρο στους Αλβανούς. Η περιοχή του Αχελώου και του Αγγελοκάστρου δόθηκε στον Αλβανό δεσπότη Γκίνη Μπούα Σπάτα, ενώ η Άρτα δόθηκε στον επίσης Αλβανό δεσπότη Πέτρο Λιώσα. Οι κάτοικοι της υπόλοιπης Ηπείρου και ειδικά των Ιωαννίνων εναντιώθηκαν σθεναρά στο ενδεχόμενο να κυβερνηθούν από Αλβανό δεσπότη και απέστειλαν αντιπροσωπεία στον Συμεών, προκειμένου να τους ορίσει άλλον κύριο που θα τους προστάτευε από τους Αλβανούς. Ο Συμεών Ούρεσης υποδέχτηκε με ευγένεια τους Γιαννιώτες αντιπροσώπους και τους έστειλε στα Βοδενά (σημ. Έδεσσα ) να ζητήσουν από τον γαμπρό του Θωμά Πρελούμπο να γίνει ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Ο Θωμάς το δέχθηκε και έτσι το 1367 επικεφαλής ισχυρού στρατιωτικού σώματος και συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μαρία έφτασε στα Ιωάννινα, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με εορτασμούς και επευφημίες. Η Μαρία ήταν η καταλληλότερη από άποψη καταγωγής για βασίλισσα των Ιωαννίνων, καθώς ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Τρικάλων Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου, ενώ από την πλευρά της μητέρας της Θωμαϊδας ήταν απόγονος των ηγεμονικών οίκων της Ηπείρου, των Ορσίνι και των Αγγέλων Κομνηνοδουκών. Η ίδια αρεσκόταν να αποκαλείται Μαρία Αγγελίνα Παλαιολογίνα.
Τη μοναδική σχεδόν πηγή που έχει διασωθεί για την ιστορία της διακυβέρνησης των Ιωαννίνων από τον Θωμά Β΄ Κομνηνό Πρελούμπο ή Πρελούμποβιτς (1367-1384)αποτελεί το λεγόμενο "Χρονικό των Ιωαννίνων", το οποίο συντάχθηκε τον 15ον αιώνα από κάποιον ανώνυμο Γιαννιώτη συγγραφέα, που ήταν βαθύτατα προκατειλημμένος εναντίον του Σέρβου ηγεμόνα και τον περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα, σε αντίθεση με την σύζυγό του Μαρία, την οποία εξυμνεί. Ο νέος δεσπότης ήταν ο δεύτερος στη σειρά των ηγεμόνων της Ηπείρου που έφερε το όνομα Θωμάς, μετά τον Θωμά Α' Κομνηνοδούκα (1297-1318), ενώ υιοθέτησε και το αυτοκρατορικό επώνυμο των Κομνηνών, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πρακτική των Ελληνοσέρβων αρχόντων της εποχής να λαμβάνουν ελληνικά αριστοκρατικά επώνυμα, προκειμένου να καθίστανται ευκολότερα αποδεκτοί από τους υπηκόους τους.
Δεν πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα από την πανηγυρική άφιξή του στην πόλη των Ιωαννίνων και ο Πρελούμπος έδειξε στους κατοίκους της τις πραγματικές του προθέσεις. Αρχικά συγκρούστηκε με την τοπική εκκλησία και εξόρισε τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό, ενώ όπως φαίνεται ο μητροπολιτικός θρόνος των Ιωαννίνων έμεινε κενός έως το 1381. Επιπλέον, τα έσοδα και οι περιουσίες της Εκκλησίας κατασχέθηκαν προς όφελος των Σέρβων στρατιωτών του δεσπότη, ενώ το μητροπολιτικό μέγαρο μετατράπηκε σε αποθήκη. Ο Θωμάς δεν δίστασε να τα βάλει ούτε με τους άρχοντες της πόλης, και έτσι φυλάκισε τον ευγενή Κωνσταντίνο Βατάτζη και τον καβαλλάριο (αξιωματικό του ιππικού) Μυσριωάννη Αμιράλη, ο οποίος αργότερα αποκαταστάθηκε τιμητικά σε αντίθεση με τον Βατάτζη που εξορίστηκε. Ο δεσπότης φέρθηκε με υπερβολική βαναυσότητα στον Ηλία Κλαύση, έναν από τους σημαντικότερους και πλουσιότερους πολίτες των Ιωαννίνων-τον οποίον μάλιστα είχε επιλέξει για ανάδοχο του παιδιού του-προκειμένου να του αποσπάσει την περιουσία και τα χρήματα. Σύμφωνα με το "Χρονικό των Ιωαννίνων", έκαψαν τον άτυχο Κλαύση στην περιοχή της κοιλιάς, τοποθέτησαν αναμμένες δάδες στις μασχάλες του και τον ανάγκασαν να πιει νερό ανακατεμένο με στάχτες.
Δεν έλειψαν όμως και οι άνθρωποι της πόλης οι οποίοι συνεργάστηκαν με τον τύραννο, τους οποίους το "Χρονικό" αναφέρει με όχι και τόσο κολακευτικούς προσδιορισμούς, όπως: "καταδότες", "επίβουλους" και "κοιλιόδουλους". Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μανουήλ Τζιμπλός, κάποιος Κουτζοθεόδωρος και πρώτος απ' όλους ο Μιχαήλ Αψαράς (της γνωστής βυζαντινής αριστοκρατικής οικογένειας). Ο τελευταίος προκειμένου να κερδίσει τη δεσποτική εύνοια, δεν δίστασε να συκοφαντήσει τον εξάδελφό του Νικηφόρο Βαταλά, ο οποίος στη συνέχεια τυφλώθηκε και εξορίστηκε μαζί με άλλους συγγενείς του. Ο Πρελούμπος αντάμειψε την αφοσίωση του Αψαρά αποδίδοντάς του το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίου (θησαυροφύλακα με αρμοδιότητες πρωθυπουργού).
Το 1368,τα Ιωάννινα επλήγησαν από θανατηφόρο λοιμό, τον οποίο ο χρονικογράφος απέδωσε -σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής- στη μεγάλη κακία και στην ωμότητα του δεσπότη. Μετά το πέρας του λοιμού, ο Θωμάς ανάγκασε τις γυναίκες που χήρεψαν να παντρευτούν παρά τη θέλησή τους με Σέρβους άντρες του στρατού και της ακολουθίας του. Επιπλέον, αύξησε την τιμή των βασικών αγαθών, του σιταριού, του κρέατος, των ψαριών, του τυριού και των λαχανικών, τα οποία υπήχθησαν σε καθεστώς κρατικού μονοπωλίου! Σύμφωνα με τον ανώνυμο συγγραφέα του "Χρονικού", ο Θωμάς "ως φιλάργυρος όπου ήτον, έπαιρνε τα άσπρα (τα χρήματα) των ανθρώπων ακουσίως και αδίκως, ως πλεονέκτης επλεονέκτει, ως φονεύς εφόνευε, ως πλάνος επλανούσεν, τάχατες έκτιζε και εκκλησίες και εόρταζε και ψυχικά εποίει ο πλάνος και δεύτερος Ιούδας".
ΘΩΜΑΣ Ο "ΑΛΒΑΝΗΤΟΚΤΟΝΟΣ"
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο είχε προσφερθεί στο Θωμά η διακυβέρνηση της πόλης ήταν ο φόβος της αλβανικής κυριαρχίας, η οποία ήδη δέσποζε στις περιοχές της Άρτας και της Αιτωλοακαρνανίας. Ο Πρελούμπος ανταποκρίθηκε επάξια στις συχνές επιθέσεις των Αλβανών. Προκειμένου να τερματιστούν οι πόλεμοι μεταξύ των δύο Δεσποτάτων, ο Θωμάς αρραβώνιασε την ανήλικη κόρη του Ειρήνη με τον Λιώσα. Μετά τον θάνατο του Λιώσα ο δεσπότης του Αγγελοκάστρου Γκίνης Μπούας Σπάτας πολιόρκησε τα Γιάννινα, αλλά ο Πρελούμπος επέλεξε πάλι τη λύση του συνοικεσίου με την αδελφή του Ειρήνη.
Το 1377, οι Μαλακασσαίοι με επικεφαλής τον φύλαρχό τους Γκίνη Φρατή επιτέθηκαν στην πόλη, αλλά νικήθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν ως σκλάβοι, αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να βαδίσουν δεμένοι στους δρόμους της πόλης.
ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ!
Οι Μαλακασσαίοι δεν πτοήθηκαν από την προηγούμενη ήττα τους και το Φεβρουάριο του 1379 επανήλθαν. Αυτή τη φορά δεν επιχείρησαν χερσαία πολιορκία, αλλά με τη βοήθεια ενός προδότη, ονόματι Νικηφόρου Περάτη (περατάρη της λίμνης;), επιβιβάστηκαν σε βάρκες και σε μονόξυλα και καλυπτόμενοι από το σκοτάδι της νύχτας προσέβαλαν το κάστρο της πόλης από την πλευρά της λίμνης που ήταν αφύλακτη. Διακόσιοι Αλβανοί κατέλαβαν τη βόρεια ακρόπολη των Ιωαννίνων μαζί με τον πύργο της, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν στο νησάκι της λίμνης. Επί τρία μερόνυχτα οι εισβολείς πολεμούσαν τους Γιαννιώτες χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν ολόκληρη την ακρόπολη. Όταν ξεκίνησαν να έλθουν σε βοήθειά τους οι συμπατριώτες τους από το νησάκι οι κάτοικοι της πόλης επιβιβάστηκαν σε δύο πλοία που διέθεταν και σε βάρκες και κατευθύνθηκαν εναντίον των εισβολέων. Σε αυτή την ιδιότυπη "ναυμαχία", που έλαβε χώρα στα νερά της Παμβώτιδας, νικητές αναδείχθηκαν οι Γιαννιώτες και οι Αλβανοί που ήταν ήδη μέσα στην Ακρόπολη αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Ο συγγραφέας του "Χρονικού" θέλοντας να μειώσει τη συμβολή του Πρελούμπου στη νίκη, την απέδωσε εξ' ολοκλήρου στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, που ήταν τότε ο πολιούχος των Ιωαννίνων. Οι αιχμάλωτοι είχαν οικτρή τύχη. Οι σημαντικότεροι κρατήθηκαν για λύτρα, ενώ οι υπόλοιποι μοιράστηκαν για δούλοι στους άρχοντες και το λαό. Οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι που πολέμησαν στο πλευρό των Μαλακασσαίων τιμωρήθηκαν με τη βάρβαρη ποινή της ρινότμησης.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (1379-1384)
Μια διαμαρτυρία μερικών Γιαννιωτών δημογερόντων στον Θωμά, κατά τους τελευταίους μήνες του 1379, στάθηκε η αφορμή νέου κύματος διώξεων κατά των αριστοκρατών της πόλης. Ο Ιωάννης Βούλγαρης απαγχονίστηκε, ο Θεοχάρης εκτελέστηκε με σπαθί και ο Γραστιτζιώτης, τον οποίο ο κατοπινός επιτομέας του "Χρονικού" ταυτίζει, μάλλον λανθασμένα, με τον ηγούμενο Καστρίτσας, σύρθηκε στους δρόμους τον Ιωαννίνων από άλογα. Άλλοι επίσημοι Γιαννιώτες, αν και ήταν αθώοι οι περισσότεροι,τυφλώθηκαν, εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν, μόνο και μόνο εξαιτίας υπονοιών του τυραννικού δεσπότη ή κατόπιν συκοφαντιών του Μιχαήλ Αψαρά.
Μια νέα "ομάδα" θυμάτων προέκυψε κατόπιν καταγγελιών κάποιου Χουχουλίζα, εξαιτίας του οποίου ο Μανουήλ Φιλανθρωπινός πρωτασηκρήτης (πρώτος γραμματέας του δεσποτάτου) φυλακίστηκε για δύο μήνες. Στη συνέχεια αποκαταστάθηκε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά λίγο αργότερα δηλητηριάστηκε, ενώ ο προκαθήμενος (διοικητής) της πόλης των Ιωαννίνων Κωνσταντίνος έμεινε φυλακισμένος για έξι χρόνια, τυφλώθηκε, εξορίστηκε και στο τέλος εκτελέστηκε ως ένοχος εσχάτης προδοσίας. Η τρομοκρατία επικράτησε σε όλη την πόλη, οι τιμές των βασικών αγαθών αυξήθηκαν περαιτέρω, ενώ πολλοί Γιαννιώτες έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, προς όφελος των Σέρβων ακολούθων του Πρελούμπου.
Οι διώξεις επεκτάθηκαν και σε περιοχές πέραν του αστικού κέντρου των Ιωαννίνων. Έτσι, ο ηγούμενος του Μετσόβου Ησαΐας, ο οποίος είχε τη φήμη τιμίου ανθρώπου, φυλακίστηκε. Παρόλο που οι άνθρωποι του συγκέντρωσαν το ποσό των 200 ασημένιων νομισμάτων για να τον απελευθερώσουν και να τον σώσουν από την επαπειλούμενη ποινή της τύφλωσης, δεν τα κατάφεραν. Ο σκληρόκαρδος και φιλάργυρος δεσπότης εισέπραξε τα χρήματα της εξαγοράς και στη συνέχεια τύφλωσε τον άτυχο κληρικό και τον πώλησε σκλάβο.
Ο Αλή πασάς ο Τεπελενλής είναι γνωστός για τη σκληρότητα με την οποία κυβέρνησε τα Ιωάννινα και την ευρύτερη περιοχή κατά την περίοδο 1788-1822. Όμως δεν ήταν ο μοναδικός τύραννος στην ιστορία της ηπειρωτικής πρωτεύουσας.Τετρακόσια και πλέον χρόνια πριν από αυτόν, κατά την εποχή που ο ελλαδικός χώρος ήταν πολιτικά διαιρεμένος σε μικρά κρατίδια τα οποία κυβερνούσαν ηγεμόνες διαφορετικής εθνικής καταγωγής (Έλληνες, Σέρβοι, Αλβανοί και Λατίνοι) και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαλυόταν σταδιακά, οι Γιαννιώτες δεινοπάθησαν από την απίστευτα αυστηρή και βάναυση διακυβέρνηση ενός σερβικής καταγωγής κυβερνήτη τους, του Θωμά Πρελούμπου (1367-1384).
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 δεν σήμανε και την επανενοποίηση όλων των παλαιών βυζαντινών εδαφών σε μια ενιαία αυτοκρατορία όπως αυτή που υπήρχε πριν από το 1204. Ένα από τα ανεξάρτητα αυτά κράτη ήταν και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, που ιδρύθηκε το 1204 από τον δεσπότη Μιχαήλ Α΄ Άγγελο Κομνηνοδούκα (1204-1214) και το οποίο κάλυπτε τα εδάφη της Αιτωλοακαρνανίας, της Ηπέιρου και της Βορείου Ηπείρου, από τη Ναύπακτο στον νότο μέχρι το ακρωτήριο των Ακροκεραυνίων στο βορρά.
Την εποχή της βασιλείας του αδελφού του Μιχαήλ Α΄ Θεοδώρου (1214-1230) έφτασε στο μέγιστο της επέκτασής του. Οι απόγονοι του Μιχαήλ Α΄ κυβέρνησαν την Ήπειρο μέχρι το 1318, οπότε ο κόμης της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου Νικόλαος Ορσίνι δολοφόνησε τον θείο εκ μητρός του, Θωμά Α΄ και τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Η οικογένεια Ορσίνι κυβέρνησε το Δεσποτάτο μέχρι την ενσωμάτωσή του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1340.
ο βασιλιάς της Σερβίας Στέφανος Ούρεσης Δ΄ Δουσάν Νεμάνια (1331- 1355) εισέβαλε στην αυτοκρατορία και κατέλαβε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη, εκτός από τη Θράκη, τη Θεσσαλονίκη και την Πελοπόννησο.
Η σερβική κατάκτηση της Ηπείρου πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1347-1348 και ο Δουσάν τοποθέτησε Δεσπότη της Ηπείρου τον ετεροθαλή αδελφό του Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο.
Ο πρόωρος θάνατος του Στέφανου Δουσάν το 1355 κλόνισε τη σερβική κυριαρχία στις ελληνικές περιοχές. Τον επόμενο χρόνο ο τελευταίος των Ορσίνι, Νικηφόρος Β΄ επέστρεψε στην Ήπειρο και με τη λαϊκή υποστήριξη ανακατέλαβε το θρόνο του. Σε μια συμπλοκή όμως με Αλβανούς στην περιοχή του Αχελώου σκοτώθημε την Άνοιξη του 1359.
Το φθινόπωρο του ιδίου έτους ο Συμεών ανακατέλαβε τα Ιωάννινα και την Άρτα, αλλά εμφανίστηκε ως ανταπαιτητής ο Ραδοσλάβος Χλάπενος. Ο Συμεών εγκαταστάθηκε στην εύφορη Θεσσαλία και παραχώρησε τη νότια Ήπειρο στους Αλβανούς. Η περιοχή του Αχελώου και του Αγγελοκάστρου δόθηκε στον Αλβανό δεσπότη Γκίνη Μπούα Σπάτα, ενώ η Άρτα δόθηκε στον επίσης Αλβανό δεσπότη Πέτρο Λιώσα. Οι κάτοικοι της υπόλοιπης Ηπείρου και ειδικά των Ιωαννίνων εναντιώθηκαν σθεναρά στο ενδεχόμενο να κυβερνηθούν από Αλβανό δεσπότη και απέστειλαν αντιπροσωπεία στον Συμεών, προκειμένου να τους ορίσει άλλον κύριο που θα τους προστάτευε από τους Αλβανούς. Ο Συμεών Ούρεσης υποδέχτηκε με ευγένεια τους Γιαννιώτες αντιπροσώπους και τους έστειλε στα Βοδενά (σημ. Έδεσσα ) να ζητήσουν από τον γαμπρό του Θωμά Πρελούμπο να γίνει ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Ο Θωμάς το δέχθηκε και έτσι το 1367 επικεφαλής ισχυρού στρατιωτικού σώματος και συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μαρία έφτασε στα Ιωάννινα, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με εορτασμούς και επευφημίες. Η Μαρία ήταν η καταλληλότερη από άποψη καταγωγής για βασίλισσα των Ιωαννίνων, καθώς ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Τρικάλων Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου, ενώ από την πλευρά της μητέρας της Θωμαϊδας ήταν απόγονος των ηγεμονικών οίκων της Ηπείρου, των Ορσίνι και των Αγγέλων Κομνηνοδουκών. Η ίδια αρεσκόταν να αποκαλείται Μαρία Αγγελίνα Παλαιολογίνα.
Ο Βυζαντινός πύργος του Θωμά Πρελούμπου στο κάστρο των Ιωαννίνων |
Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΠΌ ΤΟΝ ΘΩΜΑ ΠΡΕΛΟΥΜΠΟ
Τη μοναδική σχεδόν πηγή που έχει διασωθεί για την ιστορία της διακυβέρνησης των Ιωαννίνων από τον Θωμά Β΄ Κομνηνό Πρελούμπο ή Πρελούμποβιτς (1367-1384)αποτελεί το λεγόμενο "Χρονικό των Ιωαννίνων", το οποίο συντάχθηκε τον 15ον αιώνα από κάποιον ανώνυμο Γιαννιώτη συγγραφέα, που ήταν βαθύτατα προκατειλημμένος εναντίον του Σέρβου ηγεμόνα και τον περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα, σε αντίθεση με την σύζυγό του Μαρία, την οποία εξυμνεί. Ο νέος δεσπότης ήταν ο δεύτερος στη σειρά των ηγεμόνων της Ηπείρου που έφερε το όνομα Θωμάς, μετά τον Θωμά Α' Κομνηνοδούκα (1297-1318), ενώ υιοθέτησε και το αυτοκρατορικό επώνυμο των Κομνηνών, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πρακτική των Ελληνοσέρβων αρχόντων της εποχής να λαμβάνουν ελληνικά αριστοκρατικά επώνυμα, προκειμένου να καθίστανται ευκολότερα αποδεκτοί από τους υπηκόους τους.
Δεν πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα από την πανηγυρική άφιξή του στην πόλη των Ιωαννίνων και ο Πρελούμπος έδειξε στους κατοίκους της τις πραγματικές του προθέσεις. Αρχικά συγκρούστηκε με την τοπική εκκλησία και εξόρισε τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό, ενώ όπως φαίνεται ο μητροπολιτικός θρόνος των Ιωαννίνων έμεινε κενός έως το 1381. Επιπλέον, τα έσοδα και οι περιουσίες της Εκκλησίας κατασχέθηκαν προς όφελος των Σέρβων στρατιωτών του δεσπότη, ενώ το μητροπολιτικό μέγαρο μετατράπηκε σε αποθήκη. Ο Θωμάς δεν δίστασε να τα βάλει ούτε με τους άρχοντες της πόλης, και έτσι φυλάκισε τον ευγενή Κωνσταντίνο Βατάτζη και τον καβαλλάριο (αξιωματικό του ιππικού) Μυσριωάννη Αμιράλη, ο οποίος αργότερα αποκαταστάθηκε τιμητικά σε αντίθεση με τον Βατάτζη που εξορίστηκε. Ο δεσπότης φέρθηκε με υπερβολική βαναυσότητα στον Ηλία Κλαύση, έναν από τους σημαντικότερους και πλουσιότερους πολίτες των Ιωαννίνων-τον οποίον μάλιστα είχε επιλέξει για ανάδοχο του παιδιού του-προκειμένου να του αποσπάσει την περιουσία και τα χρήματα. Σύμφωνα με το "Χρονικό των Ιωαννίνων", έκαψαν τον άτυχο Κλαύση στην περιοχή της κοιλιάς, τοποθέτησαν αναμμένες δάδες στις μασχάλες του και τον ανάγκασαν να πιει νερό ανακατεμένο με στάχτες.
Δεν έλειψαν όμως και οι άνθρωποι της πόλης οι οποίοι συνεργάστηκαν με τον τύραννο, τους οποίους το "Χρονικό" αναφέρει με όχι και τόσο κολακευτικούς προσδιορισμούς, όπως: "καταδότες", "επίβουλους" και "κοιλιόδουλους". Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μανουήλ Τζιμπλός, κάποιος Κουτζοθεόδωρος και πρώτος απ' όλους ο Μιχαήλ Αψαράς (της γνωστής βυζαντινής αριστοκρατικής οικογένειας). Ο τελευταίος προκειμένου να κερδίσει τη δεσποτική εύνοια, δεν δίστασε να συκοφαντήσει τον εξάδελφό του Νικηφόρο Βαταλά, ο οποίος στη συνέχεια τυφλώθηκε και εξορίστηκε μαζί με άλλους συγγενείς του. Ο Πρελούμπος αντάμειψε την αφοσίωση του Αψαρά αποδίδοντάς του το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίου (θησαυροφύλακα με αρμοδιότητες πρωθυπουργού).
Το 1368,τα Ιωάννινα επλήγησαν από θανατηφόρο λοιμό, τον οποίο ο χρονικογράφος απέδωσε -σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής- στη μεγάλη κακία και στην ωμότητα του δεσπότη. Μετά το πέρας του λοιμού, ο Θωμάς ανάγκασε τις γυναίκες που χήρεψαν να παντρευτούν παρά τη θέλησή τους με Σέρβους άντρες του στρατού και της ακολουθίας του. Επιπλέον, αύξησε την τιμή των βασικών αγαθών, του σιταριού, του κρέατος, των ψαριών, του τυριού και των λαχανικών, τα οποία υπήχθησαν σε καθεστώς κρατικού μονοπωλίου! Σύμφωνα με τον ανώνυμο συγγραφέα του "Χρονικού", ο Θωμάς "ως φιλάργυρος όπου ήτον, έπαιρνε τα άσπρα (τα χρήματα) των ανθρώπων ακουσίως και αδίκως, ως πλεονέκτης επλεονέκτει, ως φονεύς εφόνευε, ως πλάνος επλανούσεν, τάχατες έκτιζε και εκκλησίες και εόρταζε και ψυχικά εποίει ο πλάνος και δεύτερος Ιούδας".
ΘΩΜΑΣ Ο "ΑΛΒΑΝΗΤΟΚΤΟΝΟΣ"
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο είχε προσφερθεί στο Θωμά η διακυβέρνηση της πόλης ήταν ο φόβος της αλβανικής κυριαρχίας, η οποία ήδη δέσποζε στις περιοχές της Άρτας και της Αιτωλοακαρνανίας. Ο Πρελούμπος ανταποκρίθηκε επάξια στις συχνές επιθέσεις των Αλβανών. Προκειμένου να τερματιστούν οι πόλεμοι μεταξύ των δύο Δεσποτάτων, ο Θωμάς αρραβώνιασε την ανήλικη κόρη του Ειρήνη με τον Λιώσα. Μετά τον θάνατο του Λιώσα ο δεσπότης του Αγγελοκάστρου Γκίνης Μπούας Σπάτας πολιόρκησε τα Γιάννινα, αλλά ο Πρελούμπος επέλεξε πάλι τη λύση του συνοικεσίου με την αδελφή του Ειρήνη.
Το 1377, οι Μαλακασσαίοι με επικεφαλής τον φύλαρχό τους Γκίνη Φρατή επιτέθηκαν στην πόλη, αλλά νικήθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν ως σκλάβοι, αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να βαδίσουν δεμένοι στους δρόμους της πόλης.
ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ!
Οι Μαλακασσαίοι δεν πτοήθηκαν από την προηγούμενη ήττα τους και το Φεβρουάριο του 1379 επανήλθαν. Αυτή τη φορά δεν επιχείρησαν χερσαία πολιορκία, αλλά με τη βοήθεια ενός προδότη, ονόματι Νικηφόρου Περάτη (περατάρη της λίμνης;), επιβιβάστηκαν σε βάρκες και σε μονόξυλα και καλυπτόμενοι από το σκοτάδι της νύχτας προσέβαλαν το κάστρο της πόλης από την πλευρά της λίμνης που ήταν αφύλακτη. Διακόσιοι Αλβανοί κατέλαβαν τη βόρεια ακρόπολη των Ιωαννίνων μαζί με τον πύργο της, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν στο νησάκι της λίμνης. Επί τρία μερόνυχτα οι εισβολείς πολεμούσαν τους Γιαννιώτες χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν ολόκληρη την ακρόπολη. Όταν ξεκίνησαν να έλθουν σε βοήθειά τους οι συμπατριώτες τους από το νησάκι οι κάτοικοι της πόλης επιβιβάστηκαν σε δύο πλοία που διέθεταν και σε βάρκες και κατευθύνθηκαν εναντίον των εισβολέων. Σε αυτή την ιδιότυπη "ναυμαχία", που έλαβε χώρα στα νερά της Παμβώτιδας, νικητές αναδείχθηκαν οι Γιαννιώτες και οι Αλβανοί που ήταν ήδη μέσα στην Ακρόπολη αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Ο συγγραφέας του "Χρονικού" θέλοντας να μειώσει τη συμβολή του Πρελούμπου στη νίκη, την απέδωσε εξ' ολοκλήρου στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, που ήταν τότε ο πολιούχος των Ιωαννίνων. Οι αιχμάλωτοι είχαν οικτρή τύχη. Οι σημαντικότεροι κρατήθηκαν για λύτρα, ενώ οι υπόλοιποι μοιράστηκαν για δούλοι στους άρχοντες και το λαό. Οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι που πολέμησαν στο πλευρό των Μαλακασσαίων τιμωρήθηκαν με τη βάρβαρη ποινή της ρινότμησης.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (1379-1384)
Μια διαμαρτυρία μερικών Γιαννιωτών δημογερόντων στον Θωμά, κατά τους τελευταίους μήνες του 1379, στάθηκε η αφορμή νέου κύματος διώξεων κατά των αριστοκρατών της πόλης. Ο Ιωάννης Βούλγαρης απαγχονίστηκε, ο Θεοχάρης εκτελέστηκε με σπαθί και ο Γραστιτζιώτης, τον οποίο ο κατοπινός επιτομέας του "Χρονικού" ταυτίζει, μάλλον λανθασμένα, με τον ηγούμενο Καστρίτσας, σύρθηκε στους δρόμους τον Ιωαννίνων από άλογα. Άλλοι επίσημοι Γιαννιώτες, αν και ήταν αθώοι οι περισσότεροι,τυφλώθηκαν, εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν, μόνο και μόνο εξαιτίας υπονοιών του τυραννικού δεσπότη ή κατόπιν συκοφαντιών του Μιχαήλ Αψαρά.
Μια νέα "ομάδα" θυμάτων προέκυψε κατόπιν καταγγελιών κάποιου Χουχουλίζα, εξαιτίας του οποίου ο Μανουήλ Φιλανθρωπινός πρωτασηκρήτης (πρώτος γραμματέας του δεσποτάτου) φυλακίστηκε για δύο μήνες. Στη συνέχεια αποκαταστάθηκε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά λίγο αργότερα δηλητηριάστηκε, ενώ ο προκαθήμενος (διοικητής) της πόλης των Ιωαννίνων Κωνσταντίνος έμεινε φυλακισμένος για έξι χρόνια, τυφλώθηκε, εξορίστηκε και στο τέλος εκτελέστηκε ως ένοχος εσχάτης προδοσίας. Η τρομοκρατία επικράτησε σε όλη την πόλη, οι τιμές των βασικών αγαθών αυξήθηκαν περαιτέρω, ενώ πολλοί Γιαννιώτες έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, προς όφελος των Σέρβων ακολούθων του Πρελούμπου.
Οι διώξεις επεκτάθηκαν και σε περιοχές πέραν του αστικού κέντρου των Ιωαννίνων. Έτσι, ο ηγούμενος του Μετσόβου Ησαΐας, ο οποίος είχε τη φήμη τιμίου ανθρώπου, φυλακίστηκε. Παρόλο που οι άνθρωποι του συγκέντρωσαν το ποσό των 200 ασημένιων νομισμάτων για να τον απελευθερώσουν και να τον σώσουν από την επαπειλούμενη ποινή της τύφλωσης, δεν τα κατάφεραν. Ο σκληρόκαρδος και φιλάργυρος δεσπότης εισέπραξε τα χρήματα της εξαγοράς και στη συνέχεια τύφλωσε τον άτυχο κληρικό και τον πώλησε σκλάβο.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΟΧΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΣΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Το Σεπτέμβριο του 1384, μια οθωμανική στρατιά με επικεφαλής τον Τιμουρτάς επιτέθηκε στην Άρτα και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους. Ο Γκίνης Σπάτας θορυβημένος απέστειλε στα Ιωάννινα τον Μητροπολίτη Ματθαίο-ο οποίος ζούσε εξόριστος από τον Πρελούμπο στην Άρτα-προκειμένου να ζητήσει συμμαχία. Ο Πρελούμπος συνέλαβε το φίλο του Ματθαίου, Καλόγνωμο, εξόρισε για δεύτερη φορά τον άτυχο Επίσκοπο, και παρέδωσε τη διαχείριση τησ μητρόπολης σε κάποιον Σεναχερείμ.
Αυτή ήταν η τελευταία σε μας πράξη του Θωμά. Την 23η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, στις πέντε το πρωί, ο Πρελούμπος δολοφονήθηκε από τους σωματοφύλακες του. Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία και οι Γιαννιώτες συγκεντρώθηκαν στον μητροπολιτικό ναό επευφημώντας ως βασίλισσα τους την παραμελημένη σύζυγο του Θωμά, Μαρία Αγγελίνα Παλαιολογίνα. Η Μαρία δέχτηκε και κάλεσε από τα Μετέωρα τον αδελφό της Ιωάννη-Ιωάσαφ Ούρεση να τη βοηθήσει.
Ο Σπάτας εμφανώς ενθαρρυμένος ξεκίνησε να πολιορκήσει τα Ιωάννινα. Στην πόλη έλαβε χώρα έκτακτο κρατικό συμβούλιο και αποφάσισε η Μαρία να παντρευτεί τον Φλωρεντινό ευγενή Ιζαού Μπουοντελμόντι. Το "Χρονικό των Ιωαννίνων" περιγράφει τη Μαρία Αγγελίνα ως μία αγία σχεδόν γυναίκα, που είχε παραμεληθεί από τον σύζυγό της.
Όμως, ο Έλληνας ιστορικός του 15ου αιώνα Λαόνικος Χαλκοκονδύλης δεν είχε και τόσο καλή άποψη για τη βασίλισσα των Ιωαννίνων. Αναφέρει μάλιστα ότι η Μαρία είχε γνωρίσει τον Ιζαού Μπουοντελμόντι, όταν αυτός είχε αιχμαλωτιστεί από τον Θωμά, τον ερωτεύτηκε και συνήψαν ερωτικό δεσμό "γιατί ήταν μια ακόλαστη φύση". 'Ετσι ο φόνος του Θωμά το 1384 και ο γάμος τους ήταν συνωμοσία παράνομων εραστών. Σε κάθε περίπτωση, η δολοφονία του Πρελούμπου ανακούφισε τους Γιαννιώτες, οι οποίοι είχαν δεινοπαθήσει από την τυραννική διακυβέρνησή του.
Η πρώτη πράξη της ηγετικής ομάδας των Ιωαννίνων αφορούσε τον πρωτοβεστιάριο Μιχαήλ Αψαρά, ο οποίος αρχικά φυλακίστηκε αρχικά με την οικογένειά του και στη συνέχεια τυφλώθηκε και εξορίστηκε.
Η βασίλισσα Μαρία έζησε άλλα δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Θωμά και πέθανε το 1394, ενώ ο Ιζαού παρέμεινε δεσπότης των Ιωαννίνων έως το θάνατό του το1411.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το 1795, και ενώ ο Αλή πασάς θεμελίωνε το νέο παλάτι του στην ακρόπολη των Ιωαννίνων, ανακαλύφθηκε ο μαρμάρινος τάφος του Πρελούμπου με την επιγραφή "Θωμάς Πρεάλιπος Δεσπότης". Ο τάφος βρέθηκε κοντά στο Φετιχέ τζαμί (τζαμί της κατάκτησης) το οποίο κτίστηκε στη θέση του βυζαντινού μητροπολιτικού ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Δυστυχώς ούτε ο μαρμάρινος τάφος του Σέρβου δεσπότη ούτε ο βυζαντινός ναός σώζονται. Κατά μια παράξενη ειρωνεία της ιστορίας, ο τάφος του μεσαιωνικού τυράννου των Ιωαννίνων παρέμεινε ανέγγιχτος για τετρακόσια και πλέον χρόνια και ανακαλύφθηκε από τον επίσης διαβόητο τύραννο της πόλης τον Αλή πασά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ με...άρωμα ΓΡΕΒΕΝΙΤΊΟΥ!
1.Αραβαντινός Π. ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ, ΑΘΗΝΑ 1856
2. Βρανούσης Λέανδρος, εκ Γρεβενιτίου, ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ ΔΗΜΩΔΗΝ ΕΠΙΤΟΜΗΝ, ΑΘΗΝΑ 1962
3. Βρανούσης Λέανδρος.: ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΎΜΕΝΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ,: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ , Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1962
και αρκετή άλλη βιβλιογραφία. Η πρώτη πράξη της ηγετικής ομάδας των Ιωαννίνων αφορούσε τον πρωτοβεστιάριο Μιχαήλ Αψαρά, ο οποίος αρχικά φυλακίστηκε αρχικά με την οικογένειά του και στη συνέχεια τυφλώθηκε και εξορίστηκε.
Η βασίλισσα Μαρία έζησε άλλα δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Θωμά και πέθανε το 1394, ενώ ο Ιζαού παρέμεινε δεσπότης των Ιωαννίνων έως το θάνατό του το1411.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το 1795, και ενώ ο Αλή πασάς θεμελίωνε το νέο παλάτι του στην ακρόπολη των Ιωαννίνων, ανακαλύφθηκε ο μαρμάρινος τάφος του Πρελούμπου με την επιγραφή "Θωμάς Πρεάλιπος Δεσπότης". Ο τάφος βρέθηκε κοντά στο Φετιχέ τζαμί (τζαμί της κατάκτησης) το οποίο κτίστηκε στη θέση του βυζαντινού μητροπολιτικού ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Δυστυχώς ούτε ο μαρμάρινος τάφος του Σέρβου δεσπότη ούτε ο βυζαντινός ναός σώζονται. Κατά μια παράξενη ειρωνεία της ιστορίας, ο τάφος του μεσαιωνικού τυράννου των Ιωαννίνων παρέμεινε ανέγγιχτος για τετρακόσια και πλέον χρόνια και ανακαλύφθηκε από τον επίσης διαβόητο τύραννο της πόλης τον Αλή πασά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ με...άρωμα ΓΡΕΒΕΝΙΤΊΟΥ!
1.Αραβαντινός Π. ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ, ΑΘΗΝΑ 1856
2. Βρανούσης Λέανδρος, εκ Γρεβενιτίου, ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ ΔΗΜΩΔΗΝ ΕΠΙΤΟΜΗΝ, ΑΘΗΝΑ 1962
3. Βρανούσης Λέανδρος.: ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΎΜΕΝΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ,: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ , Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1962