του Γιάννη Σιούλα
Στο Αρμένικο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας "Ζαβαριάν" αφού τιμήσαμε την επέτειο του Πολυτεχνεί-
ου, ακολούθησε Σύλλογος Διδασκόντων (ζογόβ στα αρμένικα). Η διευθύντρια, η κ. Μινασιάν, μάς ενημέρωσε ότι θα κάνουμε μια εκδήλωση, όπου θα ακουστούν, με κάποια προσαρμογή, τραγούδια της Μαρίκας Νίνου, "η οποία ήταν Αρμένισσα!", συμπλήρωσε.
ου, ακολούθησε Σύλλογος Διδασκόντων (ζογόβ στα αρμένικα). Η διευθύντρια, η κ. Μινασιάν, μάς ενημέρωσε ότι θα κάνουμε μια εκδήλωση, όπου θα ακουστούν, με κάποια προσαρμογή, τραγούδια της Μαρίκας Νίνου, "η οποία ήταν Αρμένισσα!", συμπλήρωσε.
Βλέποντας το ξάφνιασμά μου: "Ναι, κύριε Σιούλα, έμεινε εδώ απέναντι στην οδό Μεγάρων και πήγαινε στο Σχολείο μας, στο Ζαβαριάν", μου έδωσε τη χαριστική βολή...
Η Μαρίκα Νίνου ήταν Αρμενικής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Γεννήθηκε το 1922 πάνω στο βαπόρι Ευαγγελίστρια που έφερνε τη μητέρα της, τις δύο αδερφές της και τον οκτάχρονο αδερφό της Μπαρκέβ Αταμιάν, από τη Σμύρνη στον Πειραιά[2]. Βγήκε από την κοιλιά της μαμάς της μελανιασμένη και, επειδή νόμιζαν ότι δεν θα ζούσε, την απομάκρυναν σε κάποια αποθήκη. Όμως συνήλθε, επέζησε και αμέσως τη βάφτισε ο καπετάνιος της Ευαγγελίστριας και γι' αυτό την είπαν Ευαγγελία.
Η Μαρίκα Νίνου ήταν Αρμενικής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Γεννήθηκε το 1922 πάνω στο βαπόρι Ευαγγελίστρια που έφερνε τη μητέρα της, τις δύο αδερφές της και τον οκτάχρονο αδερφό της Μπαρκέβ Αταμιάν, από τη Σμύρνη στον Πειραιά[2]. Βγήκε από την κοιλιά της μαμάς της μελανιασμένη και, επειδή νόμιζαν ότι δεν θα ζούσε, την απομάκρυναν σε κάποια αποθήκη. Όμως συνήλθε, επέζησε και αμέσως τη βάφτισε ο καπετάνιος της Ευαγγελίστριας και γι' αυτό την είπαν Ευαγγελία.
Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, στην οδό Μεγάρων 50. Στα 7 της η Ευαγγελία Αταμιάν γράφτηκε στο Αρμένικο σχολείο του Αρμενικού Κυανού Σταυρού «Ζαβαριάν». Μάλιστα, ο δάσκαλός της την προέτρεψε να μάθει μαντολίνο, το οποίο έκανε, και τελικά συμμετείχε στην ορχήστρα του σχολείου. Τα φωνητικά της προσόντα φαίνεται ότι τα έδειξε πολύ μικρή, αφού από μαθήτρια του δημοτικού ακόμη την καλούσαν στην αρμένικη εκκλησία Άγιος Ιάκωβος στην Κοκκινιά για να ψάλει στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το 1939 παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της Χάικ Μεσροπιάν, ο οποίος ήταν κλειδαράς κι είχε ένα μαγαζάκι στην Κοκκινιά. Το 1940 γεννήθηκε ο γιος τους, ο Οβανές, αλλά το ζευγάρι χώρισε και το 1946 ο Μεσροπιάν έφυγε για την Αρμενία.
Ήδη όμως το 1944, και μετά το χωρισμό της, η Νίνου είχε γνωρίσει τον ακροβάτη και θιασάρχη Νίκο (Νίνο) Νικολαΐδη. Στην αρχή η Μαρίκα δούλευε στο ταμείο, αλλά στη συνέχεια έγιναν με τον Νίνο καλλιτεχνικό ζευγάρι ακροβατικών με το όνομα Ντούο Νίνο και έκαναν περιοδείες. Αργότερα παντρεύτηκαν και έγινε Ευαγγελία Νικολαΐδου. Το όνομα Μαρίκα τής το κόλλησε η μάνα του Νίνο, μία θεατρίνα, γιατί παρέπεμπε στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το επίθετο Νίνου ήρθε από τον Νίνο τον ακροβάτη και, έτσι, η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε Μαρίκα Νίνου. Το 1947 μπήκε στο σχήμα κι ο γιος της, ο Οβανές, οπότε μετονομάστηκε σε Δυόμισι Νίνο. Στις παραστάσεις τους, η Μαρίκα έλεγε και κανένα λαϊκό τραγούδι.
Κάποια φορά ήταν καλεσμένοι στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας για να κάνουν ακροβατικά. Εκεί κάποια στιγμή ο ναύαρχος, στον οποίο άρεσαν πολύ τα τουρκικά τραγούδια, ζήτησε ν' ακούσει ένα τέτοιο από τη Νίνου. Η Νίνου τραγούδησε διστακτικά ένα τουρκικό τραγούδι που ήξερε από τη μάνα της, ο ναύαρχος ικανοποιήθηκε ιδιαίτερα, αλλά αυτός που ενθουσιάστηκε από τη φωνή της ήταν ο παρευρισκόμενος στην αίθουσα, Πέτρος Κυριακός. Αυτός τη γνώρισε στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος την πρωτολανσάρισε δισκογραφικά τον Ιούνιο του 1948 με τα τραγούδια του Ώρες Σε Κρυφοκοιτάζω και Θα Στο Πω Το Μυστικό Μου.
Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του ως τραγουδίστρια στο κέντρο Φλόριδα του Γ. Μελίτια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο Περπινιάδης την είχε συναντήσει στο στούντιο ηχογράφησης όταν δισκογραφούσε τα τραγούδια του Χιώτη. Το Νοέμβριο του 1948 η Μαρίκα Νίνου έκανε δίσκο με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και συγκεκριμένα το τραγούδι Το 'φαγες Το Παιδί. Το 1949 η Νίνου πρωτοείπε σε δίσκους τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς δισκογράφησε το Για Τα Μάτια Π' Αγαπώ του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η Νίνου διέκοψε από τη Φλόριδα γιατί θεωρούσε λίγες τις 25 δραχμές που έπαιρνε για μεροκάματο και, όταν τους ζήτησε αύξηση, δεν της έδωσαν. Ήταν τυχερή όμως, γιατί τότε ακριβώς αποχώρησε από το σχήμα του Τσιτσάνη στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού στην οδό Αχαρνών 77 η Σωτηρία Μπέλλου και η Νίνου πήρε τη θέση της με 90 δραχμές[3]. Με τη Νίνου στου Τζίμη του Χοντρού, ο Τσιτσάνης έχει πει ότι η ουρά από κόσμο μπροστά στο μαγαζί έφτανε ως τον Άγιο Παντελεήμονα. Αν και η συνεργασία της Νίνου με τον Τσιτσάνη ήταν βραχεία (αφού αυτή γινόταν πάντα με διακοπές, λόγω τσακωμών ένεκα χαρακτήρων), έχει περάσει στην ιστορία σαν μαγική και θρυλική. Από τις εμφανίσεις της στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού κυκλοφόρησε το 1977 σε δίσκο μία ηχογράφηση, η οποία έγινε εκεί με μαγνητόφωνο το 1955, από κάποιον ερασιτέχνη. Στο σημείωμα του εξωφύλλου του δίσκου αυτού υπάρχει πλήθος ανακριβειών για τη ζωή της ενώ αποκρύπτεται και η Αρμενική καταγωγή της.
Τον Οκτώβριο του 1951 έκανε κάποιες εμφανίσεις στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Τσιτσάνη και την Ευαγγελία Μαργαρώνη στο κέντρο Καζαμπλάνκα, στο οποίο και αποθεώθηκαν. Η αμοιβή τους ήταν τρεις χρυσές λίρες ο Τσιτσάνης, δύο λίρες η Νίνου και μία η Μαργαρώνη. Με ό,τι μάζεψε στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε να χτίσει στο Αιγάλεω το σπίτι της.
Η Μαρίκα Νίνου τραγούδησε με επιτυχία και κάποια από τα ονομαζόμενα αρχοντορεμπέτικα, τα οποία μεταμόρφωσε με τη φωνή της και τα έκανε ν' ακούγονται ρεμπέτικα κι έτσι τα πέρασε και σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Το 1954 ανακάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο της μήτρας. Τότε αποφάσισε να πάει στην Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν να τραγουδήσει και να μπορέσει έτσι να συντηρήσει την τετραμελή οικογένεια του αδερφού της, του Μπαρκέβ, ο οποίος έπασχε κι αυτός από καρκίνο, καθώς και τον γιο της, τον Οβανές, μιας και τα κέρδη στις Η.Π.Α. από το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλα. Ο δεύτερος λόγος ήταν να δοκιμάσει τις καλύτερες μεθόδους θεραπείας που είχε ακούσει ότι υπήρχαν εκεί. Στις Η.Π.Α. ξαναπήγε το 1956. Τότε τη Μαρίκα Νίνου βοήθησαν για έξοδα νοσοκομείου, γιατρούς, εισιτήρια, ακόμα και για ρούχα, η Ρένα Ντάλια και ο Κώστας Καπλάνης.
Πριν μεταβεί στην Αμερική είχε υποβληθεί στην Αθήνα σε εγχείρηση για καρκίνο, αλλά στην Αμερική υπήρξε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους και τελικά πέθανε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1957, σε ηλικία 35 ετών[1][4]. Τη θάψανε στο Σχιστό της Νεάπολης πλάι στον αδερφό της, Μπαρκέβ Αταμιάν, που είχε πεθάνει το 1955. Δεν υπάρχουν ούτε οι τάφοι τους ούτε τα οστά τους. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες της, τρεις εμφανίσεις της σε κινηματογραφικές ασπρόμαυρες ταινίες, ερμηνεύοντας τραγούδια και λίγα ρούχα της που φύλαξε η ανιψιά της (κόρη του αδερφού της) Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν.
Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε για τη Μαρίκα Νίνου, αφιερώνοντάς της το δίσκο του Πέριξ (1974): "Όλη η εργασία αυτή αφιερώνεται στη μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου, που δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινωσύνης και της βυζαντινής παρακμής".
Ο Πάνος Γεραμάνης, σ' ένα αφιέρωμα που έκανε στη Νίνου το 2003, είπε μεταξύ άλλων τα εξής: "Η παρουσία της Μαρίκας Νίνου σηματοδότησε νέα εποχή στην ερμηνεία του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα εδραίωσε μια καινούργια αντίληψη στη σκηνή των λαϊκών κέντρων της εποχής του '50".
Ο Γιώργος Παπαδάκης έγραψε για τη Νίνου: "Όπως η σκληρή, βραχνή και ατημέτηλη φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη εικονίζει τον άντρα του ρεμπέτικου της εποχής του, έτσι και η φωνή της Νίνου υλοποιεί τον γυναικείο χαρακτήρα στα τραγούδια που τα χρόνια εκείνα έγραφαν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης (...) Τραγουδώντας, ζωγραφίζει γνωστούς και οικείους στον ευρύτερο χώρο της αστικής λαϊκής κοινωνίας γυναικείους χαρακτήρες". Ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει πει μεταξύ άλλων για τη Νίνου: "Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο. Όταν τραγουδούσε κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει τους μαθητές. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένο για το πάλκο".