Greveniti.blogspot.gr - Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΓΡΕΒΕΝΙΤΙΟΥ

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Βασιλάκης Σαχίνης


Βασιλάκης Σαχίνης

            «Το Διοικητικό Συμβούλιο της εν Αθήναις Αδελφότητος Γρεβενιτίου Ζαγορίου Ιωαννίνων, συνελθόν σήμερον εκτάκτως άμα τω αγγέλματι του αδοκήτου θανάτου του Βασιλείου Σαχίνη, καθηγητού, Ιδρυτικού μέλους της Αδελφότητος και επίλεκτου τέκνου του Γρεβενιτίου, τιμήσαντος ποικιλοτρόπως την πατρίδα μας, ομοφώνως αποφασίζει όπως: 1. Σύσσωμον το Διοικητικό Συμβούλιο παραστεί εις την κηδεία του μεταστάντος. 2. Ειδοποιηθούν τα εν Αθήναις μέλη της Αδελφότητος ίνα παραστούν εις την κηδείαν. 3. Εκφραστούν τα θερμά συλλυπητήρια της Αδελφότητος και του Διοικητικού Συμβουλίου εις την οικογένειαν αυτού. 4. Διατεθώσιν δρχ. χίλιαι (1000) εκ του Ταμείου της Αδελφότητος υπέρ των απόρων οικογενειών Γρεβενιτίου, αντί στεφάνου.
Εν Αθήναις τη 8η Φεβρουαρίου 1965.
Ο Πρόεδρος Παναγιώτης Παπαδημητρίου, ο Γενικός Γραμματέας Χρ. Παυλίδης, ο Αντιπρόεδρος Χρ. Βρακότας, Τα μέλη Κων/νος Βλάχος, Κων/νος (Κωστίκας) Τόδουλος, Σωτήριος Καπετάνος, Όλγα Παπαβρανούση».
            Άφησε το μολύβι και το χαρτί να πέσουν στο πάτωμα με τα τελευταία του ποιήματα, ανέκδοτα, όπως και τα περισσότερα. Ανέκδοτο και το θεατρικό του έργο Κυρά Ζήκαινα. «Τρελλαμένη» η κόρη του Σοφούλα Πελέκη-Σαχίνη το έψαχνε. Πιθανολογώ ότι αναφέρονταν στον οδοφύλακα Λαμπροθύμιο Ζήκο εκεί γύρω στα 1850-1855 ο οποίος παντρεύτηκε την Μαρίνα τη Γρεβεντάτισσα. Ο παραπάνω απουσίαζε για αρκετό καιρό μεταξύ Συράκου-Κουτσελιού-Λάκκας Σουλίου και η γυναίκα του αναφέρεται σαν δωρητής για τη λειτουργία του Σχολείου του Γρεβενιτίου, προσφέροντας 2 αγελάδες αξίας 365 γροσιών.
            7 Φεβρουαρίου του 1965. Έφυγε απ’ τη ζωή στον «Ευαγγελισμό». Είχε διαγνωσθεί καρκίνος του πυέλου.
            Γεννήθηκε στο Γρεβενίτι το 1889. «Χορτάριασε η αυλή, κάποια γυναίκα από δω και πέρα πρέπει να την ξεχορταριάζει». Το έλεγε και το εννοούσε ο πατέρας του Γιώργης Δημητρίου Σαχίνης (κυρΓιώργης). Είχε χάσει την πρώτη του γυναίκα και αναζητούσε καινούρια σύντροφο. Ήθελε γυναίκα από χωριό, αν και ήταν εμπορευάμενος στα Γιάννενα.
            Το Λιασκοβέτσι είναι κοντά στο Γρεβενίτι˙ δύο αδερφές «ερίζουν»  για τον πολύφερνο γαμπρό. Φτωχά κορίτσια και η μικρή Σοφία (κυρά Σοφιά) τον κερδίζει. Την παντρεύεται και τη φέρνει στο χωριό του. Ένας εξηνταπεντάρης παντρεύεται τριαντάρα και στην περιοχή γίνεται σούσουρο. «Θα τον πάρω, ας είναι μεγάλος» μονολόγησε η μικρή Σοφία.
            Απ’ το γάμο αυτό, το 1885 γεννήθηκε η Γλυκερία, το 1889 ο Βασιλάκης και το 1892 η γιαγιά μου Λεμονιά.
            Στο Γρεβενίτι τελείωσε το Αρρεναγωγείο. Το 1901, δωδεκάχρονος προσκαλείται από τα άλλα δύο αδέρφια του απ’ τον προηγούμενο γάμο του κυρ Γιώργη στη Σμύρνητης Μικράς Ασίας για να δουλέψει στο Βιβλιοπωλείο που διατηρούσαν εκεί. Έμεινε δεν έμεινε στη Σμύρνη μισό χρόνο. Πάνω στο χρόνο, ένα μήνυμα τον καλεί να επιστρέψει στην Ελλάδα, γιατί ήταν στους Δύο (2) πρώτους αριστεύσαντες μαθητές ολόκληρης της Ηπείρου. Αυτό από μόνο του δε λέει τίποτα. Η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή του χορήγησε υποτροφία˙ τούτο σήμαινε 5 χρόνια δωρεάν φοίτηση, εσώκλειστος με προοπτική να γίνει θεολόγος με ράσο. 15/12/1901 μπαίνει στη «Ρ» για να αποφοιτήσει στις 10/6/1906. Σα θεολόγος αποφοιτεί με άριστα 9 και 11/29. Το αποφοιτήριο φέρει την υπογραφή του Νεκτάριου, τέως Μητροπολίτη Πενταπόλεως, κατά κόσμο Αναστάσιο Κεφάλα. Ο παραπάνω ανακηρύχτηκε άγιος το 1961 και είναι πολιούχος της Αίγινας.
            Απ’ τα θρησκευτικά μαθήματα που διδάχτηκε, από αυτά ήταν η ιερή ιστορία, η κατήχηση, η Δογματική, η ομιλητική κ.ά. Από τα εγκύκλια μαθήματα, τα Ελληνικά, τα Γαλλικά, τα Εβραϊκά, η Αρχαιολογία κ.ά.
            Εκείνο όμως που τον απορρόφησε ήταν η Φιλολογία. Έτσι αποφοίτησε από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σαν οικότροφο, η σχολή του επέτρεψε να παραμείνει και κατά την περίοδο που ήταν φοιτητής Φιλολογίας.
            Ανήσυχο πνεύμα, δε σταματάει εδώ και το 1913-1914 βγάζει και τη Σχολή Γυμναστών. Ο Διευθυντής της Σχολής, ένας πλούσιος Κολωνακιώτης (διαφεύγει το επώνυμό του) τον είχε συμπαθήσει και στις πολλές βόλτες προς την Κηφισιά με άμαξα, του είχε εκμυστηρευτεί, ότι θα τον στείλει στη Σουηδία για μετεκπαίδευση˙ πέθανε όμως, ξαφνικά.
            Είναι φοιτητής Φιλολογίας, τα βροντάει για λίγο κάτω και μαζί με το συμφοιτητή του και φίλο κάποιο Ζαγορίσιο  Τζούφη πηγαίνει στα Γιάννενα σαν εθελοντής στρατιώτης.
            «Πάω να απελευθερώσω την πατρίδα μου απ’ τους Τούρκους» θα πει. Βρέθηκε στον κωνοειδή λόφο του Μπιζανίου. Έφαγε φαγητό απ’ το ίδιο καζάνι με το βασιλιά Κων/νο στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων. Η ανεμοζάλη και οι βροχοθύελλες σε κάποια φάση γκρεμίζουν τη σκηνή και οι δύο φίλοι προσωρινά καταπλακώνονται. 22 Φεβρουαρίου 1913 μπαίνει απελευθερωτής στα Γιάννενα. Οι κάτοικοι τους πετούσαν λουλούδια και πετούσαν τα σχισμένα φέσια.
            Ο πόλεμος τελείωσε η Σοφιά αγωνιά για το παιδί της, θέλει να το χορτάσει, να το πάρει στο χωριό. Την κατάλληλη στιγμή διεισδύει στο Στρατηγείο του Δαγκλή (επιτελάρχη) και αποσπά με παρακάλια και του εξασφαλίζει ολιγοήμερη άδεια. Το Γρεβενίτι είναι ελεύθερο εδώ και δύο μήνες, από 23/12/1912.
            Είναι αρκετά μεγάλος. Διορίζεται Γυμναστής στη Ζωσιμαία για δύο χρόνια 1914-1916. Ακολουθούν οι διορισμοί του ως καθηγητή Φιλολογίας. Μεταξύ 1916-1929 δίδαξε στο Σχολαρχείο του Γρεβενιτίου. Συνέχισε στην Τσαγγαράδα του Βόλου, Τσοτύλι Κοζάνης, Ξυλόκαστρο κ.λπ. Το 1931 στο Ξυλόκαστρο παντρεύεται την Ιωάννα Σοφικίτη και αποκτούν μια κόρη τη Σοφούλα.
            Το 1957 βγαίνει στη σύνταξη. Έχει έτοιμα τα «Καρδιοσταλάματα» (πατριωτικά λογοτεχνήματα). Τα εκδίδει το 1958. Περιλαμβάνουν ποιήματα και θεατρικά έργα. Έχει όμως και παρακαταθήκη πολλά ποιήματα σε χειρόγραφα τα οποία δεν κατόρθωσε να τα εκδόσει.
            Απ’ τα «Κ» διάλεξα τις Διώχνες ποίημα συμβολικό, όπου ο προσωπικός του πόνος ζυμώνεται με το ανάθεμα.
                        Κυκλάμινα τις λεν αλλού τις διώχνες του χωριού μου,
                        λουλούδια του χινόπωρου που βγαίνουν σα θα βρέξει.
                        Πόση βροχή και δάκρυα δε φέρνει ο ερχομός τους !!!
                        Χωρίζουν οι σκληρόκαρδες καρδιές που λαχταρούνε.
                        Και ταξιδιού μυριόστομα την ώρα διαλαλούνε.
                        Αυτές σαν έρθουν, φεύγουνε και πάλι για τα ξένα,
                        σαν ταξιδιάρικα πουλιά οι δόλιοι οι ταξιδιώτες,
                        τι δεν μπορούν δεν δύνανται στον τόπο τους να ζήσουν,
                        γιατί είναι ομορφότοπος μα φτωχικός για κλάμμα.
                        Καταραμένα λούλουδα πλυμμένα απ’ το δάκρυ,
                        με δίχως λίγη μυρωδιά με ξέθωρο το χρώμα,
                        πόσων μανάδων στέγνωσε το χείλι ο φυτρωμός σας!
                        Κι αντροχωρίστρες γίνεστε καταραμένες διώχνες,
                        που ζωντανό το χωρισμό σ’ ανδρόγυνα σκορπάτε.
            Κάθε καλοκαίρι μας υπόσχεται ότι θα συναντηθούμε στο Γρεβενίτι. Πέρασαν πάμπολλα καλοκαίρια. Ποτέ δεν το αντίκρισε καμμένο. Η μηχανή του χρόνου για τον ίδιο «πάγωσε» την εικόνα του στην προπολεμική του αίγλη.
            26 Οκτωβρίου 1960, εκφράζεται πλέον ποιητικά στη γιαγιά μου σε μια απ’ τις ταχυδρομικές του επιστολές.
Αγιάτρευτος νοσταλγός
                                    Αχ τα καρδιοσταλάματα διαβάζοντάς μου γίναν
                                    σωστά καρδιοραγίσματα τι … στο χωριό με πήγαν,
                                    που ρείπιο πια και αγνώριστο το πατρικό μου βρήκα!!!
                                    Γονιοί και αδέρφια φύγανε σε μακρινά ταξίδια ….
                                    Στην άχαρη μας τούτη Γης καμπόσοι ταξιδέψαν,
                                    μα πιο πολλοί σ’ αγύριστο ταξίδι στα ουράνια.
            Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1937 «στο Λούλη» αφιέρωμα ποιήματος στο Λέανδρο Βρανούση γραμμένο σε λεπτό χαρτί δακτυλογραφημένο απ’ τον ίδιο.
ΣΤΟΝ ΠΡΑΞΙΤΈΛΗ ΤΟΥ ΕΡΜΗ
                        Χωρίς εσέ προσκύνημα δε θα ήταν Ολυμπίας.
                        Από τα πέρατα της γης, αθάνατε τεχνίτη.
                        Χωρίς εσέ αξάφνιστες απ’ άνθρωπο θα ζούσαν
                        στης Άλτης τα χαλάσματα οι φλύαρες κουρούνες.
                        Ανώτερος κι απ’ το θεό ανθρωποπλάστηςείσαι˙
                        από τα χέρια σου ζωή στο μάρμαρο εδόθη,
                        και βγήκεν ολοζώντανος Ερμής όπου γελάει
                        κρυφό κρυφό χαμόγελο στο βρέφος που κρατάει.
                        Το θεϊκό σμιλάρι σου στη γης απ’ τα ουράνια
                        θεούς θεές κατέβασε, κι ανέβασεν εσένα,
                        κι αιώνια σε στεφάνωσε με την Αθανασία.
                        Εκεί στα ύψη μ’ έφερες και μένα Πραξιτέλη,
                        με τον Ερμή σου κι έζησα στιγμές ευτυχισμένες˙
                        στιγμές οι ώρες γίνηκαν, γιατί στην ευτυχία
                        με γρηγοράδα αφάνταστη ο χρόνος τρέχει φεύγει.
                        Αχάριστος δεν στάθηκα γι’ αυτή την καλωσύνη.
_____
Πήγα με μέγα σεβασμό, κι από τ’ αγρίλι πήρα
                        τον Ηρακλή και σούπλεξα μικρούτσικο στεφάνι,
                        και τόφερα τ’ απόθηκα στα πόδια του Θεού σου.
                        Μα και τραγούδι σούπλεξα μικρό για σε μεγάλε!

Υ.Γ. Τα τοπωνυμικά του 20/8/1933 με την επιμέλεια του φίλου μου Δημήτρη Ράϊου και την ανάδειξή τους από τον επίσης φίλο μου Γιάννη Σιούλα, κοσμούν το blog του Γρεβενιτίου.

Ευχαριστώ για την φιλοξενία
Γιώργος Δερμάνης

 Σημείωση "ΓΡΕΒΕΝΙΤΙ": Τα τοπωνυμικά του Γρεβενιτίου του Βασιλάκη Σαχίνη, τα έστειλε στο "ΓΡΕΒΕΝΙΤΙ" ο καλός συγχωριανός Δημήτρης Ρογκότης.