Greveniti.blogspot.gr - Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΓΡΕΒΕΝΙΤΙΟΥ

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Λέξεις που χάνονται και από το ... Γρεβενίτι!

 ζάρκος 
Ζάρκος είναι ο γυμνός, είναι και ο φτωχός. Λέξη που ακούγεται στην Ήπειρο και στη Δυτική Θεσσαλία, ενώ στα Επτάνησα ακούγεται η παραλλαγή ζόρκος. Η ετυμολογία της είναι άγνωστη. Υπάρχει και τοπωνύμιο Ζάρκο, σε γυμνά από βλάστηση μέρη. Είναι και επώνυμο-ο Γιώργης ο Ζάρκος ήταν συγγραφέας.
Στο χωριό έχει χρησιμοποιηθεί ως παρατσούκλι για κάποιον που δεν είχε μαλλιά (καραφλό). Λέγανε ο Αργύρης ο Ζαρκοκέφαλος. Επρόκειτο για τον συγχωρεμένο Αργύρη Παπαχριστόδουλο, άντρα της συγχωρεμένης Καλλιρόης Παπαχριστοδούλου. Ο Αργύρης ήταν μια ευγενική κουλτουριάρικη φυσιογνωμία με στρογγυλά γυαλάκια. Έπλεκε καλάθια και κάπου έχω ένα φυλαγμένο. Τον θυμάμαι να λέει της νονάς μου Ελένης Τισσανάκη, που τάιζε ψάρια(!) τη γάτα της: “Α, ρε Νίτσα, ήθελα να ήμουν γάτα σου”.
ζεμπερέκι
Ζεμπερέκι είναι ο παλαιός τύπος μπετούγιας που μοιάζει με μοχλό και υψώνεται με πίεση του αντίχειρα. Δάνειο από το τουρκικό zemberek, που θα πει ελατήριο.

ζιαφέτι
Ζιαφέτι είναι το συμπόσιο, το φαγοπότι, το ξεφάντωμα, το γλέντι. Δάνειο από τα τουρκικά, ziyafet, λέξη που έχει περάσει σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες. Ακούγεται και σήμερα, ιδίως για τα γλέντια που γίνονται σε πανηγύρια και γενικά σε χωριά. Στο δίσκο δημοτικής μουσικής Ζαγορίσιο ζιαφέτι υπάρχει ο ορισμός:”Ζιαφέτι στο Ζαγόρι είναι όταν μαζεύονται 25-30 άτομα, βάζουν ένα αρνί σε καφενείο νύχτα και σου λένε έλα”. Πολύ με παραξένεψε όταν διάβασα τη λέξη και δεν την γνώριζα! Στο χωριό δεν την έχω ακούσει ή μου έχει διαφύγει.


αζούρα, ζουριάζω
Ζουριάζω σημαίνει φθίνω, μαραίνομαι. Ζούρα ή ζούρια είναι ο μαρασμός, η καχεξία. Η λέξη είναι δάνειο από τα ιταλικά/βενετικά (usura).
Στο Γρεβενίτι χρησιμοποιείται το αζούρα και σημαίνει: το άχρηστο, το κατακάθι, το σκουπίδι

καλικούτσα
Κοινότατη λέξη, αν και όχι πανελλήνια, που δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό επειδή είναι από τις (όχι λίγες) λέξεις που κυρίως λέγονται και σπάνια γράφονται. “Παίρνω κάποιον καλικούτσα” θα πει “παίρνω κάποιον καβάλα στους ώμους μου”. Η λέξη μάλλον είναι δάνειο από τα αλβανικά.
Στο Γρεβενίτι αντί της λέξης καλικούτσα, για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιείται ακόμα η λέξη γκότσια.

καρούτα
Καρούτα είναι η ξύλινη σκάφη, ιδίως η ποτίστρα για τα ζώα, ο ξύλινος μεγάλος κάδος ή το ξύλινο τετραγωνικό πατητήρι. Δάνειο από το αλβανικό karrute που ανάγεται στο παλαιό σλαβικό koryto= πατητήρι. Μόνο στον Πάπυρο καταγράφεται.
Παρόλου που είναι λέξη τυπική της χαμένης αγροτικής Ελλάδας, η καρούτα εξακολουθεί να ακούγεται, αφενός στην κυριολεξίατης, για τις ποτίστρες και τις σκάφες, και αφετέρου μεταφορικά. Καταρχάς, οι μαστόροι λένε καρούτα τον χώρο μέσα στο γιαπί όπου θα μπει ο ασβέστης χύμα για σοβάτισμα, που οριοθετείται με τσιμεντόλιθους ή μαδέρια. Έπειτα, καρούτα λέγεται το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, αλλά και, στην αργκό των γηπέδων, ο ποδοσφαιριστής εκείνος που παρουσιάζει συχνά προβλήματα τραυματισμών.

καρύτζαφλος, γκαργκαλάνος
Μια λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα απολύτως λεξικό, παρόλο που βρίσκεται στη γλώσσα εδώ και αιώνες και χρησιμοποιείται αρκετά. Καρύτζαφλος είναι το καρύδι του λαιμού μας και κατ' επέκταση ο λάρυγγας.
Στο χωριό χρησιμοποιείται η λέξη γκαργκαλάνος.

καστραβέτσι
Παρά την ηχητική ομοιότητα, δεν έχει καμιά σχέση με το κάστρο. Καστραβέτσι λέγεται το αγγούρι. Η λέξη ακούγεται σε όλη τη Δυτική Ελλάδα, ιδίως στην Ήπειρο, στη Λευκάδα και στη Κεφαλονιά, αλλά και στην Πελοπόννησο.
Τη λέξη μάλλον την πήραμε από τα βλάχικα όπου είναι castravete στον ενικό και castravetsi στον πληθυντικό.

κιλίφι
Κιλίφι είναι η μαξιλαροθήκη και γενικότερα η υφασμάτινη θήκη. Δάνειο από τα τουρκικά (kilif), το οποίον όμως προέρχεται από το κελύφιν, αρχ. κελύφιον (θήκη), δηλαδή έχουμε αντιδάνειο.

κιρατζής
Κιρατζής είναι ο αγωγιάτης, ο επαγγελματίας που έκανε με τα υποζύγιά του μεταφορές εμπορεύματων και ανθρώπων τον παλιό καιρό, όταν αυτοκίνητα δεν υπήρχαν ή ήταν ελάχιστα. Είναι δάνειο από το τουρκικό kira (αραβικής αρχής) που σημαίνει ενοίκιο, ενοικίαση, ναύλο. Λέξη κάποτε σχεδόν πανελλήνια λείπει παραδόξως και από τα παλαιότερα λεξικά.
Ο κιρατζής μετέφερε κυρίως ασυνόδευτα εμπορεύματα, άρα έπρεπε να είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης. Μετέφερε επίσης όσους ξενιτεύονταν μέχρι τον σταθμό του τρένου ή το λιμάνι.
Όπως μου έλεγε ο πατέρας μου περιστασιακά ασκούσαν το επάγγελμα του κιρατζή πολλοί χωριανοί και θυμόσοφα συμπλήρωνε: “Το να είχεις τότε ένα μουλάρι, είναι σαν να έχεις σήμερα ένα μικρό φορτηγό. Ζούσες την οικογένειά σου”.
Πολλοί χωριανοί κουβαλούσαν στα Γιάννινα: ξύλα, δαδί, κρασί, φασόλια και άλλα εμπορεύματα του χωριού και γύριζαν κουβαλώντας κάποιον πλούσιο ή εμπορεύματα για τους μπακάληδες. 

γκλάβα
Η λέξη γκλάβα χρησιμοποιείται σπάνια και υπάρχει στο λεξικό του Μπαμπινιώτη. Σημαίνει το κεφάλι, το μυαλό. Προέρχεται από το σλάβικο glava “κεφάλι”. Στο χωριό χρησιμοποιείται ακόμα η λέξη κούτρα.

κολάστρα
Κολάστρα είναι το πρωτόγαλα, το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα της γυναίκας και γενικά των θηλαστικών, το αρχαίο πύαρ, κίτρινο, πηχτό και γεμάτο λιπαρές ουσίες. Δάνειο από το λατινκό colostrum, μέσω του αρωμουνικού colastra. Λέξη σχεδόν πανελλήνια, αν και κυρίως ακούγεται στην Ήπειρο και τα άλλοτε κτηνοτροφικά μέρη.
Η κολάστρα, βρασμένη με αλάτι και με λίγο κανονικό γάλα, είναι εκλεκτό έδεσμα των κτηνοτρόφων. Όπως γράφει ο Χρήστος Χρηστοβασίλης, στο διήγημα Η καλύτερη μου αρχιχρονιά, “Γκουλιάστρα λέγεται το πρώτο γάλα, ευτύς ύστερα από το γέννο της προβατίνας ή της γίδας, κι είναι το νοστιμότερο πράγμα, απ' όλα τα φαγητά, που φκιάνει το ευλογημένο και τρισευλογημένο το γάλα”. Και στον Κρυστάλλη: “Κάτσε στην πύρα πρώτα να ξεπαγώσεις και να φας. Σε νέκρωσεν η πάγρα, έχεις και τα γεράματα. Φέρε κολάστρα, Λάμπη”.
Στις μέρες μας βρίσκει κανείς την κολάστρα και σε διαφημίσεις των καταστημάτων που πωλούν συμπληρώματα διατροφής. Τα χαπάκια με colostrum τα εκτιμούν οι μποντιμπιλντεράδες ιδιαίτερα.

κρασοψιχιά, κρασότριψα
Μια λέξη που δεν την έχει κανένα λεξικό μας, κι όμως μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες αποτελούσε κυριολεκτικά καθημερινό χαρακτηριστικό της ζωής των αγροτών, δηλ. της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Κρασοψιχιά είναι ψωμί βουτηγμένο σε κρασί.
Στο χωριό το λέμε κρασότριψα και σταμάτησε περίπου να χρησιμοποιείται τη δεκαετία του 1960.

λιμπά, τα
Τα λιμπά είναι, με το συμπάθιο, οι όρχεις, τα αχαμνά. Η λέξη είναι μεσαιωνική και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο λιμβός (άπληστος, λαίμαργος), από το οποίο προέρχεται και το λιμπίζομαι, βλέπε και λίμπιντο (ερωτική επιθυμία).
Στο Γρεβενίτι πιο συχνά χρησιμοποιούσαμε τη λέξη λιόκια και στη γιαννιώτικη αργκό έχω ακούσει τη λέξη: γκιλντάρια!                                        
                                                                                                                                 Γιάννης Σιούλας