Φωτογραφία: Κώστα Παπαδάκη, 1964
«Έφαγε» όλο
σχεδόν το 1948 και 1949 στη Μακρόνησο.
Πρόλαβε να
πάρει μαζί του μια κουβέρτα. Πιάστηκε στο Αρχιμαντριό, χαράματα σε μια χαμοκέλα
όπου έμεινε. Σε λίγο καιρό θα γινόταν εμπειροτέχνης τοπογράφος˙ ήδη χειρίζονταν
το ταχύμετρο και τον χωροβάτη˙ ήδη πληρώνονταν για την παρεχόμενη εργασία του
σε τοπογραφικό συνεργείο στα Γιάννενα.
Η άλλη
“πληρωμή” ήταν για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση μέσα απ’ τις γραμμές
του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ.
Αφέθηκε
ελεύθερος, τριγυρνά και μικροδουλεύει στα Γιάννενα.
Οι τρεις μας
πολιτικοί κρατούμενοι ο υποφαινόμενος, όντας τρίχρονος η παιδούπολη δε με
δεχόταν. Η εντεκάχρονη αδερφή μου ξεφεύγει απ’ αυτήν. Η φιλόξενη οικογένεια του
Κωστάκη και της Αναστασίας Τόδουλου της παρέχουν τροφή-ένδυση-πόδηση-στέγαση
και όλα τα καλούδια.
Και η δική
μας σειρά: σταμάτησε η προσωρινή κράτηση στις φυλακές του FIX (σημερινό
Παλλάδιο) και οι δύο γυναίκες περάσανε από δική και κατά πλειοψηφία
απαλλάχτηκαν.
Στους έξη
και παραπάνω μήνες στου FIX προαυλιζόμενοι και με άλλους κρατούμενους
πλημμεληματικής συμπεριφοράς ανταμώναμε τον Χ.Μ. απ’ το Τρίστενο. Τεχνίτης του
ξύλου μου χάρισε έναν «παλιάτσο»˙ αντί για χέρια του είχε τοποθετήσει δύο
ξύλινα βαρίδια. Είχε κανονίσει τα μυτερά του πόδια και το κέντρο βάρος του να
τον κρατάνε όρθιο. Η βασική του κίνηση είναι η «υπόκλιση»˙ δηλαδή «χαιρετισμός»
δια κλίσεως της κεφαλής και του κορμού προς τα εμπρός. Ξαπλωμένος ανάσκελα
ανασηκώνονταν και πραγματοποιούσε τέσσερες με πέντε ταλαντεύσεις μπρος πίσω.
«Καλημέρα σας» - «Καλημέρα σας» υποδέχονταν τους επισκέπτες σε γιορτές και
πανηγύρια.
Εβδομήντα
δύο χρόνια και βάλε τον διατηρώ σε άριστη κατάσταση μέχρι σήμερα. Εξήντα χρόνια
Γρεβεντάτης. Τώρα πλέον έγινε Αθηναίος, μετά το 2010.
Κατά τα άλλα
το μουλάρι του Τάκη Θεοδωρίκα, φορτωμένο τα λιγοστά τσαμπασίρια της φυλακής
κοντοζυγώνει το σπίτι της Ουρανίας Σκαρπίδη, κοντανασαίνει. Υπολείπονται
400-500 μέτρα μέχρι το γνωστό σπίτι της «κυράς». Βάζει “δευτέρα” και φθάνουμε
στο Αρχοντικό του Βασιλάκη Σαχίνη.
Τον οβορό,
δε χρειάστηκε καν να τον ανοίξουμε, ήταν ορθάνοιχτος σε κατάσταση χαοτική. Το
γυφτόκλειδο με δύο κραπ-κραπ ανοίγει το καλυβάκι που αφήσαμε για αρκετούς
μήνες. Νοτισμένο και με χώματα. Ενεργοποιούμε το υποτυπώδες τζάκι. Ξεθάβεται το
μπαούλο βορειοδυτικά θαμμένο, στις κρανιές. Το τουρτούρισμα απ’ την παγωνιά δε
λέει να μας «λυτρώσει». Καταφθάνει η Ουρανία, φορτωμένη το υπόλοιπο νοικοκυριό
μας. Είναι αργά πλέον, βράδυ. Το μικρό λουξάκι της θα καταπιεί και την
τελευταία σταγόνα του ακάθαρτου πετρελαίου. Αγκαλιές-φιλιά-κλάματα.
Ξεφορτώνεται το νοικοκυριό που συμπλήρωνε εκείνο του θαμμένου μπαούλου. Της το
είχαμε εμπιστευθεί για φύλαξη, όταν και όποτε θα επιστρέφαμε. Επέμενε να
μετρηθεί. Όχι, κάτι τέτοιο δεν έγινε.
«Τι τίμιος
άνθρωπος Θεέ μου!» μονολόγησε ο πατέρας μου την άλλη μέρα. Δεν έλειπε απολύτως
τίποτα.
Ύστερα από
αρκετούς μήνες η πολυπόθητη επιστροφή στο Γρεβενίτι πραγματοποιήθηκε. Οι
περιπλανήσεις μας στη Μακρόνησο, στα βουνά και τα λαγκάδια της Μόρφας, του Πάπιγκου και της Γκαμήλας κατά
τον εμφύλιο είχαν τέλος με την αναγκαστική παράδοση μας στη Λάιστα και τα
γνωστά.
Αυτές οι
ιστορικές και οικογενειακές ψηφίδες από μόνες τους φαντάζουν ξεκάρφωτες και ασυνάρτητες. Αυτά
όμως οι βιωματικές καταστάσεις μαζί και με
άλλα πραγματικά περιστατικά συμπληρώνουν τις ιστορικές καταγραφές του
χωρίου μας.
Το Αρχοντικό Σαχίνη
Στην ιστορία
του χωριού μας, η πυρπόλησή του καταγράφεται στη δεύτερη επιδρομή των Γερμανών
31/12/1943. Η πρώτη πυρπόληση 22/23/10/1943 κατέκαψε απ’ τα 293 σπίτια τα 250.
Τα υπόλοιπα 40 κάηκαν στη δεύτερη. Τρία σπίτια δεν κάηκαν. Ένα του Γιάννη
Γαβρέα δίπλα στη βρύση Τοκύλι, όντας στο δάσος πάνω απ’ τις Σκουκάδες. Το
δεύτερο του Χρίστου Βλέτσου στην Κρίτζια και της Κλεοπάτρας Βαβέκη,
κοντά-κοντά. Είχαν δολοφονηθεί αντίστοιχα σε αυτά ο Γιώργος Σκαρπίδης και η
Ηλέκτρα Δερμάνη του Κων/νου.
Σ’ αυτό το
αρχοντικό συγκατοικεί με τον αδερφό της Βασιλάκη Σαχίνη η γιαγιά μου με την
ανύπαντρη κόρη της. Ήταν μια συγκατοίκηση λόγω του άντρα της Κων/νου Πατίκου, ο
οποίος είχε επιχείρηση στο Βουκουρέστι με πολύχρονη και επαναλαμβανόμενη
απουσία απ’ τη γυναίκα και το παιδί του.
Τα
Σχολαρχεία καταργούνται το 1929 και ο Σχολάρχης Σαχίνης αφήνει το χωριό του. Το
επισκέπτεται τα καλοκαίρια.
Το ιδιόκτητο
σπίτι (το πατρικό μου) υποδέχεται τους νεόνυμφους Τάκη-Νίτσα και γιαγιά
Λεμονιά. Αυτά το 1938 σαν αποτέλεσμα των εκ της Ρουμανίας εμβασμάτων και εν
γένει της άριστης οικονομικής διαχείρισης αυτών.
Αυτό το
δίπατο σπίτι το χάρηκαν-δεν το χάρηκαν για πέντε χρόνια. Ως Επιμελητεία του
Αντάρτη (Ε.Τ.Α.) πυρπολήθηκε με επιμέλεια απ’ τους Γερμανούς 22/23/10/1943.
Οι άστεγοι
λοιπόν, με την άδεια βέβαια του Βασιλάκη Σαχίνη, πάνω στο καμένο αρχοντικό
φτιάχνουν ένα πρόχειρο καλύβι για προσωρινή εγκατάσταση. Κάπου εκεί έρχεται και
το πρώτο γράμμα.
Αγαπητή
αδελφή Λεμονιά,
Έλαβα και το
πρώτο γράμμα σου απ’ το χωριό και είδα τα χάλια που βρήκατε˙ αλλά πάλι καλά που
δε σας κάψαν και το καλύβι, αφού είχαν τόσο μίσος εναντίον σας. Τέλος έγιναν
όλα περαστικά και σιγά σιγά θαρθούν όλα στη θέση τους˙ υγεία μόνον. Υπέβαλλα
αίτησιν για να συμπεριληφθώ εις τους δικαιουμένους την ανοικοδόμησιν της
πυρποληθείσας οικίας μου˙ θα βγει μηχανικός να κάμει αυτοψία και να βγει η
απόφασις να με γράψουν εις τους καταλόγους των δικαιωμένων. Δεν πιστεύω το
προσωρινό στέγαστρο που έχετε κάμει να το θεωρήσουν ως κατάλληλον δια την
στέγασίν μου…..
Και τώρα με
τον αναγκαστικό επαναπατρισμό των ανταρτόπληκτων ευρίσκομαι και εγώ σε δύσκολη
θέση από απόψεως στεγάσεως, διότι με αποστεγάζουν από ένα επίτακτον και
αλίμονο, διότι χρειάζονται λίρες για εύρεση και ενός δωματίου και λίρες
δυστυχώς δεν υπάρχουν. Αντιμετωπίζω μια μεγάλη δυσκολία και στενοχώρια και δεν
ξέρω πως θα τα βγάλω πέρα. Οι απολαβές λίγες, τα έξοδα πολλά.
Ασπασμούς
στον Τάκη, Νίτσα και Ελενίτσα (Κουλίτσα) και Γιώργο, και από τη Σοφούλα. Πολλές
ευχές για τις γιορτές του Πάσχα.
Με αγάπη
Βασιλάκης
Υ.Γ. Η
αίτηση απορρίφθηκε. Ίσως γιατί δεν ήταν μόνιμος κάτοικος Γρεβενιτίου.
Παραμείναμε
σ’ αυτό το καλύβι μέχρι το 1957. Στο δωμάτιο της στέγασης προσθέσαμε με δικά
μας χρήματα ένα χωλάκι και άλλο ένα δωμάτιο. Επιτέλους στεγαστήκαμε ανθρώπινα.
Το γράμμα έφτασε μετά το Πάσχα. Ήταν πρώϊμο στις 9 Απριλίου και ο παπά Γεράσιμος ιερουργεί για πρώτη φορά στο
χωριό του. Η περιπετειώδης ζωή του και οι διάφορες δοκιμασίες που αυτή του
επεφύλαξε θα πάρουν τέλος. Σε έξη μέρες (15 Απριλίου) ορκίζεται Πρωθυπουργός ο
Νικόλαος Πλαστήρας. Τα κυριότερα συνθήματα του ήσαν:
Θα φέρω πίσω
τα καλύτερα παιδιά του λαού (εννοούσε τους εξορίστους ή καταδίκους
κομμουνιστές).
Ο αδούλωτος
λαός της Αθήνας...
Στοχευμένα
συνθήματα που τον βοήθησαν αρκετά. Πήρε 45 έδρες. Ο Γεώργιος Παπανδρέου με τις
δικές του 34 συνεργάζεται. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος με τις δικές του 56 τον
στηρίζει.
Σαφής
«δεδηλωμένη» η πλειοψηφία: 135 βουλευτές σε σύνολο 250.
Ευχαριστώ για τη
φιλοξενία
Γιώργος Δερμάνης