Συνηθίζεται, κάθε τόπος,
κοινωνία και κυρίως τα χωριά, να τιμούν
αυτούς που
κατάγονται από τον
τόπο τους και έχουν διαπρέψει στα
Γράμματα, στις
Επιστήμες, στην
επιχειρηματικότητα και στο στίβο της
Πολιτικής ή έχουν
αναδειχθεί
ευεργέτες στον τόπο τους.
Το πέρασμα
αυτών έχει αφήσει ίχνη, για τούτο τούς
τιμούν και καυχώνται για
αυτούς.
Όμως, πολλές φορές, άνθρωποι απλοί, χωρίς
πολλά κοσμικά προσόντα, με την
απλότητά
τους και την αγαθοσύνη, με τη θυμοσοφία
τους και την ιδιάζουσα
προσωπικότητά
τους, να αφήσουν εποχή.
Στο χωριό μας,
το Γρεβενίτι του Ζαγορίου, άφησε εποχή
και έμεινε
αλησμόνητος σε εμάς
τους παλιούς που τον ζήσαμε, και αυτός
ήταν ο μπάρμπα-
Σοφοκλής, νεωκόρος
και καντηλανάφτης της Εκκλησίας Ενορίας
Γρεβενιτίου.
Το ονοματεπώνυμό του
ήταν Σοφοκλής Βήτας ή Βητήδης του
Αθανασίου,
γεννημένος στο
Γρεβενίτι το έτος 1878 και απεβίωσε στις
20 Δεκεμβρίου 1960
σε ηλικία 82
ετών.
Δεν είχε στενούς συγγενείς
στο χωριό, παρά μόνον τον Βράνο Βόντινα.
Από
μικρός ορφανός και είχε
προσληφθεί από μικρός στο μαγαζί του
Αχιλλέα Ρούτση
για θελήματα. Ο
Αχιλλέας Ρούτσης ήταν πατέρας του Κώστα
Ρούτση και παππούς
του Γιώργου
και της Μαρίας Ρούτση.
Όταν μεγάλωσε,
το αφεντικό του ο Αχιλλέας Ρούτσης τον
πάντρεψε με την
αδελφή του
Αικατερίνα (τέτα – Ρήνα) η οποία στα
παιδικά της χρόνια
αρρώστησε
και είχε προβλήματα ακοής και ομιλίας.
Ήταν χαρακτηριστικός Τύπος.
Ζήσανε
μαζί αγαπημένοι μέχρι τα γηρατειά τους
καλλιεργώντας τα κηπάρια τους
και
βόσκοντας τα ολίγα γίδια τους και
υπηρετώντας την εκκλησία του χωριού.
Δεν
είχαν αποκτήσει παιδιά, παιδιά τους
θεωρούσαν τα γιδάκια τους. Η τέτα
–
Ρήνα, ή Σοφοκλίνα όπως την
αποκαλούσαν στο χωριό, απεβίωσε στο
χωριό σε
ηλικία 90 ετών το 1973 και
είχε μια άγαμη αδελφή, με τα ίδια
προβλήματα
ακοής και ομιλίας,
την Βασιλική Ρούτση.
Ο ΣΟΦΟΚΛΗΣ, που
του άρεσε να τον φωνάζουν και Σοφό, ήταν
ένας κοντός
άνδρας, απλά και
φτωχικά ντυμένος, περπατούσε αργά,
εργαζόταν στην Εκκλησία
σαν
νεωκόρος, άναβε τα καντήλια της Εκκλησίας
και τους Πολυελαίους με
λαμπάδες, διότι δεν είχε ηλεκτρισμό η Εκκλησία.
Απλός,
χαμογελαστός, καλοπροαίρετος, σπάνια
θύμωνε, επιμελής στα καθήκοντά
του
και πρόθυμος στην εξυπηρέτηση των
χωριανών μας. Ήξευρε γράμματα και
στο
σπίτι του είχε πολλά
θρησκευτικά βιβλία και αξιόλογα παλαιών
θεολόγων.
Μαθητής τότε εγώ, είχα
δανειστεί από αυτόν μερικά βιβλία για
να διαβάσω,
όπως : « Αμαρτωλών
Σωτηρία», βιβλία Κηρυγμάτων όπως του
Ηλία Μηνιάτη, του
Ευγενίου
Βουλγάρεως και άλλων θεολόγων πολύ
ωφέλιμα. Αφού τα ξεφύλλισα και
έριξα
μια ματιά, διάβασα μερικές σελίδες, τα
επέστρεψα σ΄ αυτόν. Αγνοώ τι
έγιναν
μετά τον θάνατό του.
Μετανιώνω, που
δεν τα ζήτησα να μου τα δώσει και ίσως
να εσώζωντο.
Οπωσδήποτε θα είχε
μελετήσει αρκετά βιβλία για αυτό είχε
πολλές
εκκλησιαστικές και
θρησκευτικές γνώσεις, ιστορικά γεγονότα,
με αποτέλεσμα
να είναι διδακτικός
και συμβουλευτικός. Ευχάριστος στην
επικοινωνία με τους
γύρω του,
ομιλητικός με χαμόγελο και με όμορφα
αστεία. Για τούτο και εμείς
τον
φωνάζαμε Σοφό!!!
Αγαπούσε τα παιδιά,
ποτέ δεν μας μάλωνε, για αυτό και εμείς
τον αγαπούσαμε
και βοηθούσαμε
για ότι χρειαζόταν όπως το κόψιμο κλαδιών
από τα δένδρα, από
λεπτοκαριές,
συκαμιές, κερασιές και άλλα δένδρα για
να φάνε τα κατσίκια
του, να
μαζεύουμε για αυτόν μήλα, κορόμηλα,
αχλάδια ή να μαζεύουμε τα
σταφύλια
από κληματαριές σκαρφαλωμένες στα
δένδρα. Δεν ημπορούσε αυτός να
ανεβεί
στα δένδρα.
Όλοι στο χωριό τον αγαπούσαν
και αυτόν και την γυναίκα του την
θεία
Σοφοκλίνα που στο χωριό
την φωνάζανε Τέτα – Σοφοκλουάνια.
Ήταν
καλοπροαίρετη.
Κάτι που
θα μείνει αλησμόνητο από τον μπάρμπα
Σοφοκλή ήταν τα γίδια και τα
κατσίκια
του, που τα αγαπούσε σαν παιδιά του - δεν
είχε αποκτήσει παιδιά –
και
τους είχε δώσει ονόματα και όταν τα
έβγαζε στην Γρεβενέσια για να
βοσκήσουν
τα φώναζε με το όνομά τους, όπως: «Γκέσα,
Ρίκα, Νούλα, Τούλα,
Κατίνα,
Τριφινίτσια, Βούλα» και άλλα ονόματα
και τελευταία τον τράγο των
γιδιών
«Σαββάτη». Και εκείνα τον ακολουθούσαν
και όταν τα έβγαζε για βοσκή
και
όταν επέστρεφαν σπίτι.
Ένα πάθος μόνο
είχε: του άρεσε να πίνει κονιάκ, και
πολλές φορές
«φτιαχνόταν» για
τα καλά, και τότε μας έλεγε πολλά αστεία.
Τότε εμείς του
λέγαμε να μην
πίνει πολύ γιατί θα πεθάνει και αυτός
μας απαντούσε: «Τον
Σοφοκλή θα
τον πάρει ο Θεός, όταν θα θέλει ο Σοφός».
Και όταν αρρώστησε και
πήγαμε
να τον δούμε μας είπε: «Τώρα θα πεθάνω
γιατί θέλει και ο Σοφός,
θέλει
και ο Θεός».
Τον αγαπούσαμε όλοι στο
χωριό και χαρακτηριστικό της αγάπης
και της
συμπάθειας που προσήλκυε
από όσους συναντούσε είναι και το εξής
γεγονός:
Την περίοδο των ετών
1943 – 1944 που κάνανε οι Γερμανοί επιδρομές
στο χωριό
μας για να κάψουν και
να καταστρέψουν, μια ομάδα Γερμανών
περνώντας έξω από
το σπίτι του,
ο Σοφοκλής βγήκε στην πόρτα του σπιτιού
του και με νοήματα
τους εκάλεσε
στο σπίτι του το φτωχικό για να τους
φιλέψει. Οι τόσο άγριοι
Γερμανοί
ημέρεψαν, δέχτηκαν και μπήκαν στο
σπίτι του, ο Σοφοκλής τους
εφίλεψε
ότι είχε (κρασί, τσίπουρο και κανένα
μεζέ ή φρούτο) και οι Γερμανοί
φεύγοντας
από το σπίτι του, έγραψαν στην εξώπορτα
με κάρβουνο από τη
φωτιά, στη γερμανική γλώσσα, όποιος περάσει από
αυτό το σπίτι να μην το
κάψει
και να μην φερθεί άσχημα στους ενοίκους
του. Και έτσι ήταν το μόνο
σπίτι
στο κέντρον του χωριού μας που δεν έκαψαν
οι Γερμανοί και σώζεται
μέχρι
σήμερα, ερείπιο βέβαια, λόγω της
εγκατάλειψης, αφού πέθαναν οι
ένοικοι
και δεν υπάρχει κανείς να το φροντίζει.
Άραγε
αυτό δεν είναι δείγμα της καλοσύνης,
της απλότητας και γιατί όχι και
της
αγιότητας που ανέδιδε η προσωπικότητά
του; Και ημέρευε και τους αγρίους!
Και
γιατί όχι η ευλογία του Θεού και η
προστασία της Παναγίας που τους
υπηρετούσε
στην Εκκλησιά μια ζωή ολόκληρη;
Να έχουμε την
ευχή του.
2 Φεβρουαρίου 2019
Με εκτίμηση,
Πρωτοπρεσβύτερος
Χριστόδουλος Δεληγιάννης