«Γεννήθηκε στο Γρεβενίτι Ζαγορίου Ιωαννίνων τον Ιούλιο του 1915. Γονείς του ο Αγωνιστής Δάσκαλος Αναστάσιος Φάφας (Μπαρμπα-Τάσιος) και μητέρα του η πανέμορφη αρχόντισσα Αριστούλα Καρακίτσου. Ήταν ο πρωτότοκος γιος και μετά απ’ αυτόν γεννήθηκαν άλλα τέσσερα παιδιά: η Ελένη, η Τασία, η Μαρία και το στερνοπαίδι που τόσο πολύ μας πλήγωσε με τον πρόωρο θάνατό του, ο Θωμάς.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε δίπλα στον πατέρα του, φοιτώντας στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο του Γρεβενιτίου. Έχοντας ως πρότυπο τον πατέρα του, θέλησε ν’ ακολουθήσει κι’ αυτός τα βήματά του. Έτσι φοίτησε στη Ζωσιμαία Ακαδημία Ιωαννίνων και αποφοίτησε με απολυτήριο «Πολύ Καλώς» και διαγωγή «Αρίστη». Διορίζεται ως διδάσκαλος προσωρινά στο Κουβούκλιο του Νομού Σερρών και μετά ως μόνιμος στο Μύρκινο της Επαρχίας Φυλλίδος του Νομού Σερρών, όπου και υπηρετεί μέχρι την κήρυξη του Ιταλο-Γερμανικού πολέμου.
Μετά τη λήξη του πολέμου επισκέπτεται το χωριό του. Αντικρύζει με βαθύ πόνο τη χήρα μάνα του και τα ορφανά αδέλφια του, καθώς και το καμένο από τους Ναζιστές Γερμανούς χωριό του, αλλά αναγκάζεται να φύγει, γιατί καλείται πάλι από το κράτος να υπηρετήσει ως διδάσκαλος στον Μύρκινο Σερρών. Εκεί σε διπλανό χωριό, στον Μαυρόλοφο Σερρών, γνωρίζει την πανέμορφη νηπιαγωγό Αλεξάνδρα Καλαϊτζή και χτυπά η καρδιά του. Αρχίζει λοιπόν να την επισκέπτεται περπατώντας 10-15 χιλιόμετρα μακριά από τον Μύρκινο. Στο τέλος ο νοικοκύρης του το έμαθε και του διέθεσε ένα άσπρο άλογο, για να διευκολύνει την επίσκεψή του στην Αλεξάνδρα. Παντρεύονται το 1946 στην Κασσανδρεία «Βάλτα» Χαλκιδικής, απ’ όπου κατάγεται η Αλεξάνδρα. Τον Ιούλιο του 1947 γεννιέται ο μοναχογιός τους, Τάσος Δ. Φάφας.
Με την έναρξη του εμφυλίου ως δημόσιος υπάλληλος καλείται να καταταγεί στον στρατό με το βαθμό του λοχία. Σε μια μάχη του στρατού με τους αντάρτες στο Γράμμο-Βίτσι ο Μήτσος τραυματίζεται. Ο στρατός οπισθοχωρεί και ο Μήτσος μένει μόνος, τραυματισμένος βαριά στο χέρι του. Τον βρίσκουν οι αντάρτες, τον περιθάλπουν και τον παίρνουν μαζί τους. «Εκεί απ’ ότι έχει πει σε μένα, τη νύφη του, γνωρίζει και την Έλλη Αλεξίου».
Μέχρι το 1953-54 η γυναίκα του και η υπόλοιπη οικογένειά του στο Γρεβενίτι δεν γνωρίζουν πού βρίσκεται. Η γυναίκα του το διάστημα αυτό μετατίθεται από τον Μαυρόλοφο Σερρών στο Νηπιαγωγείο της Νέας Ζίχνης Σερρών. Με τη βοήθεια των γυναικών των δεξιών μεγαλοαστών της κωμοπόλεως αυτής και των συζύγων αυτών απευθύνονται στον Ερυθρό Σταυρό προς αναζήτηση του Δημητρίου Φάφα. Μετά την παρέλευση 1½ χρόνου λαμβάνουν επιτέλους νέα του. Βρίσκεται στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας και η πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία με τη μητέρα μου γίνεται μετά από 6 μήνες. Έτσι αρχίζει και η αλληλογραφία με την οικογένειά του. Όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας του Μήτσου η Αλεξάνδρα τα περνά πολύ δύσκολα. Ολομόναχη με ένα μικρό παιδί, μια πραγματική ηρωϊδα, δίνει αγώνα, τιμώντας τον άνδρα της και διδάσκοντας τα 70 νήπια του Νηπιαγωγείου της. Κατά τη διάρκεια της διδακτικής εργασίας της στο Νηπιαγωγείο το παιδί της το φροντίζουν οι γειτόνισσες. Κάποια στιγμή έρχεται στο χωριό ένας αστυνόμος, το όνομα αυτού Μουγείκος, με οικογένεια και γιο, τον οποίο έχει μαθητή η Αλεξάνδρα στο Νηπιαγωγείο. Η Αλεξάνδρα με τη σύζυγο του αστυνόμου γίνονται φίλες και κάποια στιγμή η σύζυγος του αστυνόμου λέει στη μητέρα μου: «Μπορούμε να φέρουμε πίσω στην Ελλάδα τον άνδρα σου». Από εκείνη τη στιγμή η Αλεξάνδρα σκέφτεται συνέχεια αυτή την πρόταση. Με τη βοήθεια των ενεργειών της γυναίκας του αστυνόμου και δύο πολιτών, που ήταν συγχωριανοί του Κωνσταντίνου Καραμανλή, έκαναν ενέργειες για τον επαναπατρισμό του Μήτσου. Μάλιστα για τις πληροφορίες που ζητούσαν από το Κέντρο των Αθηνών, οι Μυστικές Υπηρεσίες της Κ.Υ.Π. ανέφεραν ότι η Αλεξάνδρα είναι ανεψιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ύστερα από προσπάθειες 3 ετών, το έτος 1958 και αφού είπαν οι αρμόδιοι ότι πιο εύκολο ήταν να πάει η Αλεξάνδρα με τον γιο της στο Βουκουρέστι παρά να επιστρέψει ο Μήτσος στην Ελλάδα, η Αλεξάνδρα αρνήθηκε κατηγορηματικά. Μετά από δύο μήνες ανακοίνωσαν στην μητέρα μου ότι τελικά μπορεί να επιστρέψει ο σύζυγός της στη Ελλάδα. Σε τηλεφωνική επικοινωνία τους ο Μήτσος ρώτησε τον γιο του: «Τι δώρο θέλεις να σου φέρω;» και εκείνος απάντησε «ποδήλατο». Του το έστειλε, αφού πλήρωσε μια ολόκληρη περιουσία στους Ρουμάνους και όχι μόνο για να του το στείλουν.
Χειμώνας 1959, κρύο και φόβος στην Θεσσαλονίκη λόγω του «Δράκου» Παγκρατίδη. Έχουν έλθει από το Γρεβενίτι: η μάνα του η Αριστούλα, η Νίτσα και η Μαρία, ο Θωμάς λείπει γιατί σπουδάζει και η Τασία βρίσκεται στην Τασκένδη. Ο Μήτσος έρχεται σιδηροδρομικώς γύρω στις 11:00 μ.μ., φορώντας το αγαπημένο του ρεπούμπλικο που δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Ύστερα από τα καλωσορίσματα, τα φιλιά και τη συγκίνηση, δυο ασφαλίτες τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στο Τμήμα Μεταγωγών, όπου παραμένει για ένα μήνα. Μπαινοβγαίνει στα κρατητήρια για δύο μήνες και μετά επακολουθούν 3-4 δικαστήρια, για να αποδείξει ότι δεν έφυγε οικειοθελώς στην Ρουμανία. Του ζητούσαν επισταμένως να βρει κάποιον συμπολεμιστή του για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του, πράγμα βέβαια πολύ δύσκολο. Στο τελευταίο δικαστήριο ευρέθη ο μάρτυρας και επιβεβαίωσε τα λεγόμενά του και τον τραυματισμό του. Έτσι αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στη γυναίκα του και στο γιο του. Εκεί ενοχλείτο συνέχεια από έναν ταγματάρχη των Τ.Ε.Α., για να πηγαίνει στα γύρω χωριά και να μιλά ενάντια στο Κομμουνιστικό καθεστώς της Ρουμανίας. Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Στο Βουκουρέστι ήταν διευθυντής σε σχολείο με παιδιά Ελλήνων του «Παραπετάσματος», εκ των οποίων αρκετά ήταν παιδιά με ειδικές ικανότητες. Το σχολείο είχε περίπου 700 παιδιά. Από τα χέρια του περνούσαν όλα. Όντας διευθυντής του σχολείου είχε αναλάβει την διδασκαλία αλλά και τα λειτουργικά έξοδα του σχολείου. Όλοι είχαν αναγνωρίσει εκεί τη μεγάλη του προσφορά. Έχαιρε εκτίμησης από όλους. Η ζωή του ήσυχη, τίμια, ηθική και μόνη έννοια η οικογένειά του, η γυναίκα του και το παιδάκι του, που άφησε μωρό.
Επιστρέφουμε πίσω. Οι ενοχλήσεις του ταγματάρχη συνεχίζονται. Τα Τ.Ε.Α. το ίδιο. Αυτό γίνεται καθημερινά. Αρχίζουν και οι απειλές. Ο ίδιος πάντα απαντά αρνητικά. Μέχρι που στο τέλος τους λέει «Στείλτε με πίσω». Με τη μεσολάβηση πάλι των γνωστών ανθρώπων της Νέας Ζίχνης σταμάτησαν επιτέλους να τον ενοχλούν. Δούλεψε σε βιβλιοπωλείο. Με τη βοήθεια κάποιου γνωστού πάλι ανοίγει δικό του βιβλιοπωλείο. Αλλά και εκεί δέχεται τις απειλές: «Μην αγοράζετε από τον Κομμουνιστή». Δουλεύει το βιβλιοπωλείο περίπου δυο χρόνια.
Στην συνέχεια αλλάζουν τα πράγματα και πάλι με την παρέμβαση γνωστών ανθρώπων της Νέας Ζίχνης. Έτσι το 1962 διορίζεται ξανά δάσκαλος. Το 1965 παίρνουν μαζί με την Αλεξάνδρα μετάθεση στη Θεσσαλονίκη. Εκεί υπηρετεί σε πολλά σχολεία της Θεσσαλονίκης και παίρνει τη σύνταξή του ως Διευθυντής.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα σας αναφέρω: Περπατάμε στο Πανόραμα και σταματά δίπλα μας ένα αυτοκίνητο. Βγαίνει ένας κύριος, τον αγκαλιάζει και του λέει: «Σ’ ευχαριστώ Δάσκαλε. Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι δάσκαλοι σαν και σένα»! Χάρηκε πολύ και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του.
Σαν άνθρωπος ήταν τελειομανής, εργατικός, με πλατειά γκάμα γνώσεων, βιβλιοφάγος. Παρ’ όλο που στο χέρι του είχε 80% αναπηρία, εντούτοις τα κατάφερνε όλα.
Λάτρευε τα δυο του εγγόνια, την Αλεξάνδρα και τον Δημήτρη και τα καμάρωσε επιστήμονες. Κάθε χρόνο ερχόταν με την Αλεξάνδρα του στο Γρεβενίτι ανελλιπώς. Ήθελε να δει την οικογένειά του, τ’ αδέλφια του, τους φίλους του, να παίξει την πρέφα του στου Τσουκάκη, να σύρει το χορό πρώτος, χορεύοντας στις μύτες και κάνοντας τις περίφημες κάτσες.
Για μας τους δικούς του ήταν ο καλύτερος πατέρας-πεθερός-παππούς. Ζήσαμε μαζί 35 χρόνια γεμάτα αγάπη, κατανόηση, σεβασμό, στήριξη. Μια οικογένεια ενωμένη σαν μια γροθιά.
Βλέποντας την αγάπη που είχαν τα εγγόνια του για το Γρεβενίτι, χωρίς να μας αναφέρει τίποτα, διέθεσε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για την αναστήλωση του πατρικού του σπιτιού, που ήταν έτοιμο να καταρρεύσει μετά τον θάνατο της Νίτσας. Ο Μήτσος απεβίωσε στις 29 Σεπτέμβρη του 2007 σε ηλικία 94 ετών.
Υ.Γ.
Για μένα, τη νύφη του, ήταν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου και η πεθερά μου η μεγαλύτερη ηρωϊδα. Προς τιμήν του και για την απεριόριστη αγάπη που έτρεφε ο έγγονός του Δημήτρης στον παππού του, αποφάσισε ο γάμος του να γίνει στο Γρεβενίτι στις 22 Αυγούστου 2010.
Τα οστά τους τα μετέφερα στον Άγιο Δημήτριο στο Γρεβενίτι,
για ν’ αγναντεύουν πάντα μαζί,
ο Μήτσος και η Αλεξάνδρα,
την Αστράκα!
Θα τον Αγαπάμε
και
Θα τον Θυμόμαστε
Πάντα!»
Και εγώ, Αγαπητέ Συνάδελφε- Δάσκαλε και Φίλε, Μήτσο, που είχα την Τιμή και τη Χαρά να σε γνωρίσω εν ζωή, Θα σε θυμάμαι πάντα!
Με Πολλή Αγάπη και Σεβασμό,
Αποτίοντας Φόρο Τιμής
στην Πολυβασανισμένη Ζωή και στο Έργο Σου!
Ας είναι Αιωνία η Μνήμη σου!
Δημήτριος Β. Λιοδάκης
Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 2018