Όπως μου είπε ο φίλος μου ο Χρήστος: "Τις καθημερινές δεν φαίνεται η διαφορά! Ερημιά είχε και πριν από την καραντίνα, ερημιά και με την καραντίνα!"
Και αφού δεν έχουμε κάτι καινούργιο, ας θυμηθούμε κάτι παλιό...
Θυμάμαι...
Το Πάσχα στο
χωριό άρχιζε από το Σάββατο του Λαζάρου.
Τα παιδιά έπαιρναν τα κουδούνια κι
έλεγαν τα κάλαντα.
“Ήρθε ο
Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
ήρθε κι
ο Χριστός από τη Βηθανία
και φώναζε
Μάρθα, Μαρία...”
Τις μεγαλύτερες
κουδούνες τις είχαν αυτοί που είχαν
γονείς ή συγγενείς κτηνοτρόφους, ενώ
εμείς οι άλλοι βολευόμασταν με πιο μικρά
κουδούνια.
Τα Βάγια
πηγαίναμε στην εκκλησία και το μεσημέρι
τρώγαμε μπακαλιάρο ξερό υγράλατο και
μέχρι το βράδυ πίναμε νερό!
Τη Μεγάλη Εβδομάδα στην Εκκλησία γινόταν πανηγύρι. Ο παπα-Γεράσιμος, φυσιογνωμία βγαλμένη από τις Γραφές, δεν βιαζόταν ποτέ. Οι ψάλτες, αυτοδίδακτοι και με μεράκι. Θυμάμαι τον Παϊλα, τον Αλέξη, τον Γιαννέλα, αλλά πιο πολύ θαύμαζα τον Γεωργιάδη. Αυτός είχε βαριά φωνή και πριν αρχίσει να ψάλλει, άρχιζε να κρατά τον ρυθμό με το πόδι και σε όλη την εκκλησία ακουγότανε: νταπ, νταπ, νταπ ...”Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...”. Ο συγχωρεμένος ο Γιαννέλας μια φορά που ήμουν κοντά στο ψαλτήρι με ρώτησε:”Τι σημαίνει ασκαρδαμυκτί;” Έμεινα να τον κοιτάζω ...ασκαρδαμυκτί!
Τη Μεγάλη Εβδομάδα στην Εκκλησία γινόταν πανηγύρι. Ο παπα-Γεράσιμος, φυσιογνωμία βγαλμένη από τις Γραφές, δεν βιαζόταν ποτέ. Οι ψάλτες, αυτοδίδακτοι και με μεράκι. Θυμάμαι τον Παϊλα, τον Αλέξη, τον Γιαννέλα, αλλά πιο πολύ θαύμαζα τον Γεωργιάδη. Αυτός είχε βαριά φωνή και πριν αρχίσει να ψάλλει, άρχιζε να κρατά τον ρυθμό με το πόδι και σε όλη την εκκλησία ακουγότανε: νταπ, νταπ, νταπ ...”Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...”. Ο συγχωρεμένος ο Γιαννέλας μια φορά που ήμουν κοντά στο ψαλτήρι με ρώτησε:”Τι σημαίνει ασκαρδαμυκτί;” Έμεινα να τον κοιτάζω ...ασκαρδαμυκτί!
Τα παιδιά στην
εκκλησία έκαναν ό,τι τρέλα ήθελες! Έβαζαν
το ξυπνητήρι που είχε ο παπα-Γεράσιμος
και χτυπούσε την ώρα της ακολουθίας.
Έπιναν τη μαυροδάφνη που προοριζόταν
για μεταλαβιά κ.ά.
Ο Επιτάφιος
του χωριού μας ήταν ο πιο όμορφος του
κόσμου! Μαζεύαμε όλοι μπουκέτα από
αγριολούλουδα, τα πηγαίναμε στην εκκλησία
και οι γυναίκες στο γυναικωνίτη στόλιζαν
τον Επιτάφιο. Τη Μεγάλη Παρασκευή εκτός
από τους ψάλτες τα Εγκώμια έψαλαν και
“παρέες”από το εκκλησίασμα. Η περιφορά
του Επιταφίου ήταν μαγεία! Στο σκοτάδι
του χωριού έβλεπες ένα φωτεινό ρυάκι
να ταξιδεύει στους δρόμους.
Το βράδυ της
Ανάστασης όλοι περίμεναν να δουν ποιος
θα πλειοψηφήσει, δηλ. ποιος θα δώσει
στην εκκλησία το μεγαλύτερο ποσό, στην
προφορική δημοπρασία που θα γίνει και
θα κρατεί τη στολισμένη εικόνα της
Ανάστασης κατά την τελετή έξω στο
Μεσοχώρι. Βέβαια, ήταν κάτι που ισορροπούσε
ανάμεσα στη σοβαρότητα και το αστείο.
Θυμάμαι μια φορά μόλις έσβησαν τα φώτα
και ακούστηκε από τον επίτροπο:”Το
δώρον της Αναστάσεως είναι...”
Στόλισμα του Επιταφίου στο Γρεβενίτι! |
-Πενήντα δρχ.
φωνάζει κάποιος.
-Εκατό δρχ.
κάποιος άλλος...
Πετάγεται τότε κάποιος μέσα στο σκοτάδι, νομίζω ήταν ο Τάκης ο Βουγάνης, και λέει 101 δρχ και το εκκλησίασμα άρχισε να γελά.
Σαν να μην έφτανε αυτό, όταν η δημοπρασία είχε φτάσει στις 400 δρχ, ξυπνά ξαφνικά μια γιαγιά και φωνάζει: "300 δρχ" και το εκκλησίασμα άρχισε πάλι το γέλιο.
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα στην πλατεία μοίραζαν κόκκινα αβγά. Καθένας έδινε στους συγγενείς του και αυτό ήταν λίγο άχαρο, γιατί σε μια παρέα από πέντε έξι έδιναν στους δύο τρεις, ενώ οι άλλοι ένιωθαν άβολα. Έθιμο που σωστά ατόνησε. Στη συνέχεια όμως άρχιζε ένα παιχνίδι-τζόγος με τα αβγά, το "πάρεις-πάρω". Όποιου το αβγό έσπαζε, του το έπαιρνε ο άλλος. Τα αβγά γινόταν μια νόστιμη σαλάτα με χλωρό κρεμμύδι, λάδι, αλάτι και μαυροπίπερο.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Σιούλας Γιάννης