Greveniti.blogspot.gr - Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΓΡΕΒΕΝΙΤΙΟΥ

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Ομιλία του Βασίλη Δαλκαβούκη την Ημέρα Μνήμης στο Γρεβενίτι Ζαγορίου

Ο Βασίλης Δαλκαβούκης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας και Εθνολογίας στο ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ 
Είναι μεγάλη η αμηχανία που αισθάνεται κανείς, όταν ανεβαίνει στο βήμα του ομιλητή σε μια εκδήλωση όπως η σημερινή, δηλαδή μια εκδήλωση μνήμης. Κι αυτό γιατί η μνήμη είναι μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία που μπορεί να ενώσει ή να διχάσει, που αναφέρεται στο παρελθόν αλλά εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το εκάστοτε παρόν και που φέρνει στο προσκήνιο όλους τους πρωταγωνιστές της Ιστορίας, αφού ο καθένας μπορεί να εκφράσει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα που έζησε. Κι αυτές είναι μερικές μόνο πτυχές αυτού του φαινομένου, που απασχολούν τόσο την κοινωνία όσο και την επιστημονική κοινότητα τουλάχιστον από την εποχή που η Ιστορία συγκροτήθηκε σε επιστήμη. Πώς, λοιπόν, ένας ομιλητής να καταφέρει να είναι αποτελεσματικός μιλώντας για πράγματα που ο ίδιος δεν γνώρισε με βιωματικό τρόπο ενώπιον ανθρώπων που τα έζησαν και υπέστησαν τις συνέπειές τους; Πώς να καταφέρει να διαχειριστεί τις προσδοκίες τους ή και τις αντιρρήσεις τους ή πώς να συγκεράσει τις ενδεχομένως αντιφατικές αναμνήσεις τους; Ή μήπως, από την άλλη μεριά, αυτό ακριβώς είναι και το «στοίχημα» που έχει να κερδίσει, δηλαδή να ενεργοποιήσει με τα λεγόμενά του όλο το φάσμα της μνήμης που μια κοινωνία, όπως η δική μας στο Ζαγόρι, διατηρεί για γεγονότα οριακά, τραυματικά και αμφιλεγόμενα, όπως η Κατοχή, η Αντίσταση και τα ναζιστικά αντίποινα απέναντι στα χωριά μας; Και για να είμαι ειλικρινής απέναντί σας από την αρχή, αυτό ακριβώς θα επιχειρήσω με τη σημερινή μου ομιλία.


Και ας αρχίσω με αυτό: γιατί, αλήθεια, χρειάζονται οι εκδηλώσεις μνήμης για γεγονότα τόσο οριακά, τραγικά και τραυματικά; Δεν είναι, άραγε, αυτονόητο πως οι άνθρωποι μιας κοινωνίας -ή μικροκοινωνίας στην περίπτωσή μας- δεν είναι ποτέ δυνατόν να ξεχάσουν τα άγρια εκτελεσμένα μέλη της, τα αδέλφια, τους γονείς, τα παιδιά ή τους επιστήθιους φίλους τους, κι ακόμα τις φωτιές που κατέκαψαν χωριά ολόκληρα, τη φρίκη της πλήρους καταστροφής; Υπάρχουν πολλές και ποικίλες απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα, αλλά επιτρέψτε μου να σχολιάσω δύο που έχουν εισαχθεί από τους κοινωνικούς επιστήμονες. Η πρώτη απάντηση βρίσκεται στο έργο του εμβριθούς κοινωνιολόγου και φιλοσόφου Πιέρ Νορά, ο οποίος εντάσσει τις τελετές μνήμης στους λεγόμενους «μνημονικούς τόπους»: αυτοί εμφανίζονται, όταν μια κοινωνία παύει πια να ζει μέσα στην ιστορίας της, όταν οι πρωταγωνιστές που βίωσαν τα γεγονότα και οι άνθρωποι – μνήμες φεύγουν από το προσκήνιο, και ίσως από τη ζωή, με αποτέλεσμα η κοινή εμπειρία να υποχωρεί, η κοινωνία να ταξινομεί τα γεγονότα ως «παρελθόν» και να προχωρά. Αυτό είναι και το νόημα του διαρκούς ενεστώτα που χαρακτηρίζει συνήθως τους «μνημονικούς τόπους»  – ας θυμηθούμε το περίφημο «Δεν ξεχνώ» της κυπριακής τραγωδίας που μετρά ήδη περισσότερα από σαράντα χρόνια ενός ατακτοποίητου τραυματικού παρελθόντος, που ωστόσο δεν έχει την ίδια ένταση που είχε παλαιότερα, καθώς οι γενιές έρχονται και παρέρχονται. Η δεύτερη απάντηση έχει να κάνει με τον επιτελεστικό χαρακτήρα των εκδηλώσεων μνήμης. Αυτό που συμβαίνει παράλληλα με την υπόμνηση των γεγονότων είναι η επιβεβαίωση των κοινών δεσμών των ανθρώπων που συμμετέχουν, η ενδυνάμωση του «κοινού ανήκειν», δηλαδή της κοινής μας ταυτότητας ως Ζαγορίσιων, εν προκειμένω, αλλά και ως Ελλήνων και πέρα απ’ αυτό ως ανθρώπων που, για παράδειγμα, απεχθάνονται τον πόλεμο και τη βία και αντιστέκονται σε κάθε απόπειρα αναβίωσης ανάλογων πρακτικών θηριωδίας απέναντι σε συνανθρώπους. Έτσι, οι εκδηλώσεις μνήμης δεν είναι απλώς αναμνηστήριες τελετές ή εκδηλώσεις τιμής για τα θύματα, αλλά πολύ περισσότερο ένας μηχανισμός διαμόρφωσης ταυτότητας στο παρόν -συχνά μάλιστα πολιτικής ταυτότητας- και γι’ αυτό το λόγο σε περιόδους κρίσης, όταν το παρελθόν βρίσκεται εκ νέου υπό διαπραγμάτευση, παρουσιάζονται φαινόμενα όπως αυτά που παρατηρήθηκαν πρόσφατα στο Δίστομο, σε μια εκδήλωση ανάλογη με τη δική μας, ή όπως αυτά που συνέβαιναν στις παρελάσεις των εθνικών επετείων τα προηγούμενα χρόνια.
Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν σ’ ένα ακόμη ζήτημα που συνήθως δε λαμβάνεται υπόψη από τους ομιλητές σε ανάλογες εκδηλώσεις: πόσο ενιαία είναι η μνήμη που καλούμαστε να τιμήσουμε και πόσο «κοινή»; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι θηριωδίες και οι μαζικές καταστροφές του δεύτερου μεγάλου πολέμου της Ιστορίας οδήγησαν στη συστηματική καλλιέργεια μιας πανανθρώπινης αντιπολεμικής και ειρηνιστικής συνείδησης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, πέρα από πολιτικά συστήματα, ιδεολογίες και διακυβεύματα. Ωστόσο, η εθνική ταυτότητα είναι πάντοτε ένας κρίσιμος παράγοντας. Ας θυμηθούμε την περίπτωση του γερμανού ιστορικού Ρίχτερ που πρόσφατα ήρθε στην επικαιρότητα μέσα από την άποψή του για το «άδικο» της αντίστασης του στρατιωτικά ηττημένου, και στην προκειμένη περίπτωση των Ελλήνων. Είναι, άραγε, ο Ρίχτερ ένας απολογητής των Ναζί, που προσπαθεί να δικαιολογήσει τα γερμανικά αντίποινα απέναντι στις αντιστασιακές πράξεις μέσα από μια επιστημονικοφανή στρατιωτική ηθική; Ή μήπως εντάσσεται στη χορεία των γερμανών διανοούμενων που προσπαθούν να επαναδιαπραγματευθούν το εθνικό παρελθόν της Γερμανίας μέσα από μια σχετική εξισορρόπηση της ευθύνης; Μπορούμε να κατανοήσουμε τον Ρίχτερ και να του απαντήσουμε ως άνθρωποι, ως Έλληνες ή ως κοινωνικοί επιστήμονες, ωστόσο σε κάθε περίπτωση η επίκληση από τη μεριά του της πολεμικής δεοντολογίας και της στρατιωτικής ηθικής είναι τουλάχιστον αστεία, όταν επιχειρεί να ακυρώσει την απόφαση μιας κοινωνίας να αντισταθεί, παρά την επίσημη συνθηκολόγηση της πολιτικής και στρατιωτικής της ηγεσίας. Ωστόσο, πόσο ομόφωνη ήταν αυτή η απόφαση αντίστασης; Δεν είναι της στιγμής να αναφερθώ στις αντιπαλότητες μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων στη διάρκεια της Κατοχής, θα υπενθυμίσω όμως την πλατιά διαδεδομένη άποψη -ακόμη και μεταξύ των Ζαγορίσιων- ότι τα γερμανικά αντίποινα δε θα συνέβαιναν αν οι αντάρτες «κάθονταν στα αυγά τους», γιατί «οι Γερμανοί δεν πείραζαν, αν δεν τους πείραζες…». Πόσες φορές, άραγε, έχουμε ακούσει αυτή τη φράση και πόσες άλλες βρεθήκαμε σε αμηχανία να την αντικρούσουμε; Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τη φωνή μιας «φρόνιμης» κοινωνίας, όπως την ονομάζει ο Κοντογεώργης, μιας στάσης που για την ιδιαίτερη πατρίδα μας υπήρξε ο κανόνας και στη διάρκεια της Επανάστασης, όπως μας βεβαιώνει η αλληλογραφία της εποχής ανάμεσα στον Αθανάσιο Ψαλίδα και τον Υψηλάντη στην αρχή και τον Καποδίστρια στη συνέχεια. Από την άποψη αυτή, η ένοπλη αντίσταση απέναντι στα ναζιστικά στρατεύματα υπήρξε πρωτοποριακή για το Ζαγόρι, και γι’ αυτό το αντίτιμο της θυσίας είναι εξαιρετικά υψηλής ηθικής αξίας.
Όπως ίσως διαπιστώσατε, έχω ήδη περάσει στην εξέταση μιας τρίτης παραμέτρου των εκδηλώσεων μνήμης, αυτής που συσχετίζει την επαναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος με συγκεκριμένα αιτήματα του παρόντος. Οι εκδηλώσεις για τα γερμανικά αντίποινα στο Ζαγόρι αλλά και γενικότερα στην Ελλάδα έχουν λάβει τα τελευταία χρόνια μια εντελώς διαφορετική διάσταση μέσα από την επικαιροποίηση του αιτήματος για την καταβολή των περίφημων πολεμικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Γερμανίας, ως μια «επιθετική», αν μου επιτρέπετε, απάντηση στη συστηματική απόπειρα των Ευρωπαίων και δη της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας για μια ασφυκτική πολιτική απέναντι στο ελληνικό χρέος και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Οπωσδήποτε θα σας είναι γνωστή η συμβολική κίνηση ορισμένων γερμανών πολιτών να καταβάλουν στο ελληνικό δημόσιο το αντίτιμο του χρέους που τους αναλογεί ως μερίδιο για τις πολεμικές αποζημιώσεις, για τις οποίες η γερμανική πολιτική ηγεσία κωφεύει και η διεθνής κοινότητα αποφεύγει να συζητήσει. Γιατί τα δύο ζητήματα συνδέονται στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής ρητορικής; Δεν έχετε παρά να κοιτάξετε γύρω σας και να συγκρίνετε την εικόνα του Γρεβενιτίου σήμερα και στο παρελθόν. Μια ανθούσα κωμόπολη μετατράπηκε μέσα σε μια μέρα μαζί με άλλες πολλές στο Ζαγόρι σ’ ένα καμένο χωριό, εγκαταλελειμμένο στη μοίρα του. Ωστόσο, δεν είναι οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις η «λυδία λίθος» που θα ξεπλύνει τις πολιτικές εγκατάλειψης που συστηματικά ακολουθήθηκαν μετά και το τέλος του Εμφυλίου στην ελληνική επαρχία και στο Ζαγόρι οπωσδήποτε. Μπορεί, αλήθεια, κανείς να δεσμευτεί ότι οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις θα αντιμετωπιστούν ως τοπικοί πόροι ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών που καταστράφηκαν; Ή μήπως οι τοπικές κοινωνίες θα θυματοποιηθούν ακόμη μια φορά, προσφέροντας μια νέα «θυσία», αυτή τη φορά στο βωμό της νέας «Μεγάλης Ιδέας» για την αποπληρωμή του χρέους; Τόσο οι τοπικές όσο και η κεντρική εξουσία θα πρέπει να δεσμευτούν στο ζήτημα αυτό, που -όπως και στην περίπτωση ων τοπικών κληροδοτημάτων- δεν προσφέρεται ούτε για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων ούτε για πολιτική καπηλεία.
Ας δούμε, όμως, από κάπως πιο κοντά τα γεγονότα της εποχής για να αντιληφθούμε τόσο το μέγεθος εκείνης της θυσίας όσο και την αξία της. Στο βιβλίο του Αιματοβαμμένο Εντελβάις (2009) ο αείμνηστος Χέρμαν Φρανκ Μάγερ ξετυλίγει το κουβάρι μιας παράξενης ιστορίας που μοιάζει με κατασκοπικό μυθιστόρημα: τον Απρίλιο του 1943 οι Βρετανοί φροντίζουν να διοχετεύσουν -στους φίλα προσκείμενους προς τον Άξονα Ισπανούς- πληροφορίες για επικείμενη συμμαχική απόβαση στην Πελοπόννησο. Πρόκειται, βέβαια, για έναν καλά σχεδιασμένο αντιπερισπασμό ενόψει της ήδη αποφασισμένης απόβασης στη Σικελία, τόσο καλά που οι Βρετανοί σαμποτέρ και η ηγεσία τους στην κατεχόμενη Ελλάδα πείθουν τις αντιστασιακές οργανώσεις να συνεργαστούν προκειμένου να προετοιμάσουν το έδαφος της απόβασης αυτής. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας προκύπτει μια σειρά από ανατινάξεις δρόμων, γεφυρών κ.λπ.  -μεταξύ αυτών και του δρόμου που ενώνει τα Γιάννενα με τη Θεσσαλονίκη μέσω Μετσόβου- γεγονότα που πείθουν και τους Γερμανούς ότι τα σχέδια των Βρετανών δεν έχουν αλλάξει, παρά το γεγονός ότι οι Βρετανοί γνώριζαν πως οι Γερμανοί ήταν πλέον ενήμεροι. Έτσι, τον Ιούνιο του 1943, ένα από τα σκληρότερα γερμανικά στρατιωτικά σώματα, η 1η Ορεινή Μεραρχία, γνωστή και ως «Εντελβάις», με 24.000 άνδρες και πλήρη πολεμικό εξοπλισμό μετακινείται εσπευσμένα από το Μαυροβούνιο προς την Ελλάδα. Και ενώ το αρχικό σχέδιο μετακίνησης προέβλεπε τέσσερα διαφορετικά σημεία εισόδου από τη μεριά της Μακεδονίας, ο κατεστραμμένος δρόμος Μετσόβου – Καλαμπάκας οδηγεί τους επιτελείς να επιλέξουν, για τον κύριο όγκο του στρατεύματος, άλλη κατεύθυνση προς τα Γιάννενα, μέσω Κορυτσάς – Λεσκοβικίου – Μέρτζιανης  και Κόνιτσας. Στην πορεία της η 1η Ορεινή Μεραρχία σκορπά τη φρίκη και το θάνατο σε Αλβανία και Ελλάδα, μέχρι οι πρώτες μονάδες της να φτάσουν στην Πελοπόννησο, στην προσπάθειά της να «εκκαθαρίσει» τις περιοχές από τους «συμμορίτες», όπως είναι ο επίσημος γερμανικός όρος για τους αντάρτες. Ωστόσο, ο αντιπερισπασμός είχε ήδη επιτύχει την αποστολή του, αφού την ίδια περίπου χρονική στιγμή, τον Ιούλιο του 1943, η συμμαχική απόβαση στη Σικελία αντιμετώπισε ελάχιστη αντίσταση.
Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το διεθνές πλαίσιο εντός του οποίου το Ζαγόρι, μεταξύ άλλων περιοχών της Ηπείρου και όλης της Ελλάδας, πλήρωσε το δικό του τίμημα, και μάλιστα για δεύτερη φορά μέσα στον ίδιο πόλεμο. Δανείζομαι από την εξαιρετική μεταπτυχιακή διατριβή του συμπατριώτη μας Δημήτρη Χατζή από το Καβαλάρι, η οποία πραγματεύεται το ζήτημα των γερμανικών αντιποίνων στο Ζαγόρι και έφτασε πρόσφατα στα χέρια μου, το συνοπτικό πίνακα των απωλειών για την περιοχή μας: συνολικά επλήγησαν από τα λεγόμενα «γερμανικά αντίποινα» 25 χωριά, έχασαν τη ζωή τους 8 αντάρτες και εκτελέστηκαν 142 άμαχοι, ενώ πυρπολήθηκαν συνολικά 1705 οικήματα, από τα περίπου 2200 που αριθμούσαν τα συγκεκριμένα χωριά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως το Γρεβενίτι που μας φιλοξενεί σήμερα, η καταστροφή ήταν ολική, ενώ και ο φόρος αίματος πολύ μεγάλος, αφού μετά τους Λιγκιάδες υπήρξε το χωριό με τους περισσότερους εκτελεσθέντες. Ωστόσο, το τραύμα αυτής της θυσίας είναι ανυπολόγιστο και δε χωράει σε αριθμούς και σε ποσά. Αν κάτι μένει να σχολιαστεί από τα γεγονότα εκείνης της εποχής είναι, κατά την άποψή μου, ο τραγικός συσχετισμός του παγκόσμιου με το τοπικό, το γεγονός δηλαδή ότι ανυποψίαστοι άνθρωποι υπέστησαν ερήμην τους τούς στρατηγικούς σχεδιασμούς και τις αποφάσεις ανθρώπων και μηχανισμών που τους υπερέβαιναν, κάτι που ζούμε ξανά στο παρόν μέσα από τον σκληρό και παράλογο πόλεμο της Συρίας, με τις εκατόμβες των θυμάτων και τα εκατομμύρια των προσφύγων. Είναι αυτό που πολλές φορές ονομάζουμε βίωμα της Ιστορίας, κάτι που, ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα μέσω της προφορικής ιστορίας έρχεται στο προσκήνιο: ας το δούμε σαν ελάχιστη ανταπόδοση προς όλους εκείνους του ανώνυμους ανθρώπους που έγιναν η κρίσιμη μάζα για να γυρίσει το αποτέλεσμα του πολέμου… Εδώ ακριβώς βρίσκεται η θυσία και η σημασία της, κι ας την μαθαίνουμε πολύ αργότερα.
Θα ήθελα να κλείσω αυτή τη σύντομη ομιλία με μια πρόταση, αλλά πριν προχωρήσω, επιτρέψτε μου να σας αφηγηθώ μια μικρή ιστορία. Τον Αύγουστο του 2011, στο πλαίσιο του Θερινού Σχολείου για την Εθνογραφία, την Ανθρωπολογία και τη Συγκριτική Λαογραφία των Βαλκανίων που διεξάγεται από το διεθνές Δίκτυο Border Crossings κάθε χρόνο στην Κόνιτσα και έχει ως σκοπό του τη μελέτη των συμβολικών συνόρων ανάμεσα στους ανθρώπους που κατοικούν σε μεθοριακές περιοχές, επισκέφτηκα με μια ομάδα ελλήνων και ξένων φοιτητών ένα κομμάτι αυτής της ίδιας διαδρομής που ακολούθησε και η 1η Ορεινή Μεραρχία εκείνο το καλοκαίρι του 1943. Περάσαμε από την Αετόπετρα και το Αηδονοχώρι, στην ελληνική μεριά του συνόρου, κι από κει μέσω του νέου τελωνείου της Μέρτζιανης στο Λεσκοβίκι από την αλβανική πλευρά. Συνεχίσαμε το δρόμο που οδηγεί προς την Κορυτσά και φτάσαμε μέχρι την Ερσέκα. Η εμπειρία της τραυματικής μνήμης κοινή, μέσα από τα μνημεία που καταγράψαμε, με μια ωστόσο σημαντική διαφοροποίηση: το εμβληματικό μνημεία στο χωριό Μπαρμάς -ένα ορειχάλκινο σύμπλεγμα που αναπαριστά αντάρτες με τεχνοτροπία σοσιαλιστικού ρεαλισμού- ήταν διάτρητο από σφαίρες και η μαρμάρινη επιγραφή του -ως φόρος τιμής στην ανταρτική ομάδα Τομόρρι που αντιστάθηκε σθεναρά στους Γερμανούς- σπασμένη σε πολλά κομμάτια που τα αναζητήσαμε γύρω από το μνημείο. Σκεφτήκαμε πως ήταν η οργή μιας κοινωνίας δεσμευμένης επί δεκαετίες σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς που προκάλεσε αυτή την αντίδραση. Ο ρόλος μας, άλλωστε, ως ανθρωπολόγων είναι, σε τελική ανάλυση, να κατανοούμε και να ερμηνεύουμε. Με πρωτοβουλία ενός τούρκου φοιτητή μαζέψαμε τα κομμάτια της επιγραφής και τα συνδέσαμε σαν ένα παζλ στην άκρη του επαρχιακού δρόμου. Φωτογραφήσαμε την επιγραφή, για να μας την μεταφράσουν αργότερα στην Κόνιτσα οι αλβανοί φοιτητές που συμμετείχαν στο Σχολείο, και συνεχίσαμε το δρόμο μας, διαπιστώνοντας ότι ανάλογη αντιμετώπιση είχαν και άλλα μνημεία που είχε ιδρύσει το καθεστώς Χότζα στην περιοχή, με εξαίρεση το επιβλητικό και συγκινητικό μνημείο στη Μπορόβα, ένα χωριό που είχε την ίδια τύχη με τα δικά μας στο Ζαγόρι, και κάθε χρόνο τέτοια εποχή τιμά τους νεκρούς του, και το παρτιζάνικο νεκροταφείο της Ερσέκας. Το επόμενο καλοκαίρι, με μια άλλη ομάδα φοιτητών έκανα την ίδια διαδρομή, για να διαπιστώσω με έκπληξη ότι μια ολοκαίνουργη μαρμάρινη πλάκα με την ίδια επιγραφή είχε τοποθετηθεί στη βάση του μνημείου στο Μπαρμάς και ότι στις τρύπες που είχε το ορειχάλκινο σύμπλεγμα από τις σφαίρες είχαν τοποθετηθεί γαρύφαλλα. Η μνήμη, λοιπόν, είναι μια διαδικασία ενεργή, πολιτική και διαπραγματεύσιμη στο εκάστοτε παρόν, γι’ αυτό και πολύ συχνά μπορεί να προκαλέσει τραυματικές αλλά και αντιφατικές αντιδράσεις.
Σας ανέφερα σύντομα το περιστατικό αυτό για να πάρουμε μια ακόμη ιδέα για τη διεθνή πτυχή των τραγικών συμβάντων του 1943-44 τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, το Ζαγόρι, όσο και ευρύτερα στην Ήπειρο και την υπόλοιπη Ελλάδα. Το βίωμα της οδύνης κοινό, η διαχείριση της μνήμης εξίσου τραυματική, με το δικό της όμως ιδιαίτερο τρόπο κάθε φορά. Θα ήθελα, λοιπόν, να κλείσω την ομιλία μου με μια πρόταση προς τους διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης: το εθνικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, που είχε την περίοδο της Κατοχής καταλυθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, της βίας και του πολέμου, να ξαναγίνει διαπερατό, σήμερα, από τις δυνάμεις όμως τις κοινωνικής μνήμης, της ειρήνης και της συνεργασίας, μέσα από την ανάδειξη της κοινής εμπειρίας του θύματος της βίας αυτής. Ο Δήμος Ζαγορίου, που συμμετέχει ενεργά στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών, ας πάρει την πρωτοβουλία για μια τέτοια συνάντηση. Νομίζω πως μόνο κατανόηση και συμπόρευση θα προκύψει, σε μια συγκυρία που οι εθνικοί ανταγωνισμοί ξανάρχονται στο προσκήνιο από το παράθυρο της Ιστορίας.
                                                                                                             Σας ευχαριστώ.