Η ιδέα για το άρθρο αυτό μού δόθηκε από ένα βιβλίο που περιείχε
εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Ο τίτλος του βιβλίου είναι: «ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ
ΧΑΝΟΝΤΑΙ» του Νίκου Σαραντάκου. Διαβάζοντας το βιβλίο διαπίστωσα ότι πολλές από
τις λέξεις που περιέχει τις λέμε ή τις λέγαμε στο χωριό, ιδιαίτερα οι πιο
μεγάλοι.
Όπως
γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογο, το κριτήριο της σπανιότητας είναι μην
υπάρχει η λέξη στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (του Ιδρύματος
Τριανταφυλλίδη) και το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Λεξικό Μπαμπινιώτη).
Όσον
αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στο Γρεβενίτι, θα πρέπει να ξέρουμε ότι
ήταν ένα μίγμα ελληνικής, βλάχικης και ντοπιολαλιών. Όπως γράφει ο επιθεωρητής
Καθάρειος: «… ομιλούσι δύο γλώσσας … εν δε τη αγορά επικρατεί η ελληνική διακρινόμενη
δια το καθαρόν και το καλλίφωνον».
Για
να προλάβω κάποιους που βιαστικά θα πούνε ότι η γλώσσα γίνεται πιο φτωχή θα πω
ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Λέξεις
χάνονται, όπως η λέξη «γρεντιά», αφού
δεν χρησιμοποιούμε γρεντιές για να φτιάξουμε σπίτια ή καλύβες
και λέξεις εμφανίζονται: βραδιά καραόκε, μπαράκι, άμπαλος, κ.ά
- αμπανόζι-μπανόζι
- αντράλα
Αντράλα (και ντράλα) είναι η ζάλη, η
σκοτοδίνη, ο ίλιγγος. Το ρήμα είναι αντραλίζομαι και προέρχεται
από το μεσαιωνικό τραλίζομαι (π.χ. στον Πτωχοπρόδρομο), που σημαίνει επίσης
«ζαλίζομαι, σκοτίζομαι» και που ο Κοραής το είχε ετυμολογήσει από το τραυλός.
Στο Γρεβενίτι χρησιμοποιούμε το «αντράλα»
με την έννοια της ανακατωσούρας, της ταραχής, της φασαρίας. «Αντράλα στο Χάνι, νερό στα φασούλια», είναι παροιμία που
χρησιμοποιούμε στο χωριό. Μάλλον θέλει να πει ότι όταν υπάρχει αναταραχή στο
Χάνι, θα βρούνε αραδιάρη (αυτός που κανόνιζε τη σειρά, την αράδα, ποιος θα
ποτίσει) και συνεπώς θα ποτιστούνε οι φασουλιές.
Αυτό όμως που θα θυμούνται οι μεγαλύτεροι
είναι πως υπήρχε μια γυναίκα στο χωριό, συγχωρεμένη, που της είχαν βγάλει το
παρατσούκλι Αντράλω. Προφανώς θα
είχε μπλεχτεί ή θα είχε προκαλέσει κάποια ανακατωσούρα.
Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε συχνά στην
Οδύσειά του (sic)τη λέξη αντράλα και μάλιστα σε επιστολή του στον Κακριδή υπερασπίστηκε τη χρήση
αυτής της «καθαρότατα δημοτικής»λέξης.
- Αστρέχα – οστρέχα(για το
Γρεβενίτι)
- Βαρκό-βαρικό
Βαρκό λέγεται στο χωριό ο βαλτώδης τόπος, ο
τόπος που έχει μόνιμα νερό. Η λέξη προέρχεται από το επίθετο βαρύς και την
κατάληξη –ικός. Όπως είναι αναμενόμενο, υπάρχουν πολλά τοπωνύμια και
μικροτοπωνύμια με αυτήν την ονομασία. Η λέξη είναι σχεδόν πανελλήνια, ενώ το
βαρκό έχει περάσει και στα βλάχικα με τη σημασία του «έλους» και προφανώς από
εκεί είχει περάσει στη γλώσσα του Γρεβενιτίου.
- Άγαρμπος
·
γκουμούζα-γκαμούζα
H γκουμούζα είναι λέξη που δεν θα τη βρείτε σε κανένα λεξικό, κι όμως την
έχουν χρησιμοποιήσει μεγάλοι λογοτέχνες μας. Γκαμούζα είναι το αιγυπτιακό
βουβάλι.
Η λέξη χρησιμοποιείται (σπάνια) και σήμερα σαν
κάπως απροσδιόριστος υποτιμητικός χαρακτηρισμός για γυναίκες. Στην Κρήτη,
τζαμούζες αποκαλούν ειδικά τις χοντρές γυναίκες. Το ίδιο νομίζω
χρησιμοποιείται, αραιά πλέον, και στο Γρεβενίτι,αλλά ως γκουμούζα.
- Γκεζερώ-γκιζερώ
- Γρέκι
- γρεντιά
·
Έχος
Το έχος είναι το βιος, η κινητή και ακίνητη
περιουσία κάποιου. Πρόκειται για ουσιαστικό που σχηματίστηκε από το απαρέμφατο
έχειν> τα έχειν > τα έχει> το έχος. Εχούμενος είναι ο πλούσιος. Το
έχος θεωρείται χαρακτηριστική ηπειρώτικη λέξη (και της Θεσσαλίας), αλλά υπάρχει
και στην Κρήτη όπου μάλιστα συχνά χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός, τα έχη, τα
πλούτη.- Ζαϊρές
·
Ζάντζα
Η ζάντζα και οι ζάντζες είναι η ιδιοτροπία, τα
νάζια, τα καμώματα, οι ζαβολιές. Όποιος κάνει ζάντζες είναι ζαντζιάρης και
επειδή συνήθως ζάντζες κάνουν τα παιδιά και τα υποζύγια ζώα, λέμε ότι είναι ζαντζιάρικα.
Η λέξη, που δεν την έχει κανένα γενικό λεξικό, ακούγεται στην Ήπειρο, αλλά και
στη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Τη βρίσκουμε όμως και στη Χίο. Πρέπει να
ετυμολογείται από το ιταλικό/ενετικό usanza (συνήθεια), με δείνωση της σημασίας, κάτι συχνό
στα δάνεια.
Από το χωριό θυμάμαι δύο εκφράσεις:
Τον πατέρα μου να μου λέει: «Ο Ζάμπος, ένα
μουλάρι που είχαμε, ήταν ζαντζιάρικο» και τον Τέλη Τζώρτζη, δάσκαλο και μια πολύ ευγενική
φυσιογνωμία, όταν παίζοντας πρέφα στο καφενείο οι ηλικιωμένοι νευρίαζαν και
μάλωναν, να λέει: «Όταν γερνάει ο άνθρωπος, βγάζει ζάντζες».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ