Greveniti.blogspot.gr - Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΓΡΕΒΕΝΙΤΙΟΥ

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ρεντζαίοι - Οι Βασιλείς της Ηπείρου και ...ολίγον Γρεβενίτι



Ηταν την άνοιξη του 1909 όταν ο τσέλιγκας του Ανωγείου Ιωαννίνων Κώστας Ρεντζος πήγε στο βουνό να δεί τα ζά του και χάθηκε για πάντα . Φήμες αργότερα έλεγαν πως τον σκότωσαν ζωωκλέφτες και το κουφάρι του τα εφάγαν τα αγρίμια.
Εμεινε χήρα η γυναίκα του και πέντε ορφανά που απο τσελιγκόπουλα βολόδερναν για να επιβιώσουν .
Εκείνη την εποχή οι διάσημοι της ιστορίας μας τα δύο ορφανά ο Γιάννης και ο Θύμιος ήταν 10 και 7 χρονών αντίστοιχα .

Τα χρόνια περνούν τα Γιάννενα ελευθερώνονται απο τους Τούρκους και ο Γιάννης πάει φαντάρος. Εκεί κάποιος του σφυράει ότι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν οι τάδε ταδε και τάδε. Μια και δυό λοιπόν λιποτακτεί μαζί με τον οπλισμό του πάει στο χωριό βρίσκει τον μικρό αδερφό τον Θύμιο και πάνε να πάρουν εκδίκηση.
Βγαίνουν λοιπόν στο βουνό, ανακαλύπτουν τους 3 θεωρούμενους δολοφόνους και τους σκοτώνουν.
Λιποταξία και φόνος ίσον ικανή αιτία την εποχή εκείνη για να πάρουν τα βουνά.
Το ρίχνουν στις ληστείες και στις απαγωγές . Τον Μάρτιο του 1917, μαζί με άλλους λήστεψαν ένα καραβάνι που κατευθυνόταν από τα Ιωάννινα προς την Καλαμπάκα, σκότωσαν έναν εβραίο έμπορο και του αφαίρεσαν 100.000 κορώνες και, ακόμη, κινδύνεψε από αυτούς η σωματική ακεραιότητα του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος κατευθυνόταν στα Ιωάννινα.



Μέρα με την μέρα ληστεία με την ληστεία το κύρος τους μεγαλώνει στα χωριά ανάμεσα στις περιοχές Πρεβέζης Αρτας και Ιωαννίνων. Μοίραζουν μέρος των κλοπιμαίων σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους απονέμουν και "δικαιοσύνη" .Αυτό τους εξιδανικεύει στα μάτια των χωρικών

Στα χρόνια εκείνα τα «κακοποιά στοιχεία» που λυμαίνονταν την ύπαιθρο δρούσαν τελείως ανεξέλγκτα Το τότε κράτος δικαίου στην δίνη των πολέμων και των πολιτικών ανακατάξεων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην καταστολή.
Ανδρες για αποσπάσματα δεν υπήρχαν και το μέτρο της επικήρυξης απο μόνο του δεν έφτανε.Οπότε η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου, βγάζει ένα νόμο (1924) που έλεγε ότι "Όποιος ληστής σκοτώσει άλλον επικηρυγμένο, παίρνει αμνηστία".

Όπως ήταν φυσικό έγινε χαμός μέγας .
Ολοι οι μεγάλοι λήσταρχοι "πούλησαν" στην κυβέρνηση κεφάλια ληστών μικρότερης ικανότητας για την αμνηστεία και την άρση της επικύρηξης
Στην περίπτωση αυτή οι Ρεντζαίοι σκοτώνουν 2 τύπους ονόματι Σταύρο Σιντόρη και Κοντογιώργη ( συντρόφους τους ίσως ), παίρνουν αμνηστεία, φοράνε δυτικά ρούχα και μπαίνουν ως κύριοι στα Γιάννενα, και επειδή ο βήχας και ο παράς δεν κρύβονται αγοράζουν ένα αρχοντικό στη κεντρική πλατεία.
Και βέβαια όταν έχεις χρήματα είναι όλοι φίλοι σου , η κοινωνία τους αποδέχεται και τους αποθεώνει.
Τα καλόπαιδα συναγελάζονται με όλα τα επιφανή μέλη της κοινωνίας. Τραπεζίτες, χωροφύλακες, στρατιωτικούς. Με τον διοικητή της χωροφυλακής δε, έχουν γίνει κώλος και βρακί. . Άσε που είναι και νοικάρης τους! Ο Γιάννης παντρεύεται κιόλας, αποκτάει και ένα παιδί.

Αλλά όπως λέει και ο λαός "πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι" Σε κάποια στιγμή σε συνεργασία με τον διοικητή της Χωροφυλακής και τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας στα Γιάννενα, μαθαίνουν πως 13 Ιουνίου 1926, τάδε ώρα, φεύγει από την Πρέβεζα γκαζοζέν(τύπος αυτοκινήτου της εποχής) με προορισμό τα Γιάννενα, φορτωμένο με 15.000.000. Οι φρουροί θα ήταν 9.

Ετσι στις οκτώ και μισή το πρωί της 13 Ιουνη του '26 στο 74ο χιλιόμετρο της δημοσίας οδού Ιωαννίνων -Πρεβέζης, στη θέση Πέτρα η χρηματαποστολή της Εθνικής Τραπέζης ακινητοποιήται με την τοποθέτηση ενός κορμού δέντρου και μέσα σε μια κόλαση πυρός σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν τα λεφτά και γίνονται μπουχός . Κάνουν όμως ένα λάθος. 
Νομίζουν για νεκρό τον φρουρό που καθόταν συνοδηγός . Αυτός όμως είναι ζωντανός. Δεν του δίνουν χαριστική βολή και αυτός ο ταλαίπωρος ακούει μέσα στη ζάλη του «καπετάν Θύμιο», «καπετάν Γιάννη»


Ενα τέτοιο γεγονός όμως δεν μένει εντός των τοιχών της κοινωνίας των Ιωαννίνων. Ο τύπος των Αθηνών ωρύεται και τα πράγματα για τους Ρεντζαίους είναι ζόρικα. Φεύγουν πάραυτα για την Αλβανία .Πολλά κλοπιμαία που δεν μπορούν να κουβαλήσουν τα χώνουν σε κουφάλες και μερικοί ταλαίπωροι τα ψάχνουν μέχρι σήμερα! Αλλάζουν ονόματα και πάνε στο Μπάρι της Ιταλίας, μετά Μιλάνο, Βελιγράδι , Βράιλα Ρουμανίας και τέλος στη Βάρνα της Βουλγαρίας.

Ο καιρός περνάει αλλά το γεγονός δεν ξεχνιέται και τον Νοέμβρη του 1928 συλλαμβάνονται στην Βουλγαρία και μπαίνουν σιδηροδέσμιοι στην Ελλάδα (λέγεται ότι τους πρόδωσε ο πεθερός του Γιάννη.) Στους σταθμούς του τρένου, πλήθος κόσμου συνέρρεε να δει από κοντά τους Ρεντζαίους μέχρι που έφτασαν στην Αθήνα όπου πλήθος τους «υποδέχθηκε» στο σταθμό Λαρίσης και στις φυλακές Συγγρού.

Μετά από λίγο καιρό μεταφέρθηκαν στις φυλακές Κέρκυρας για να περάσουν απο δίκη την «δίκη των δικών» όπως την ανέφερε ο τύπος της εποχής .

Μεχρι την δίκη συμβαίνει ένα γεγονός που αγγίζει τα όρια του θρύλου.

Οι Ρεντζαίοι, άγνωστο με ποιο τρόπο «ένα βράδυ βρέθηκαν έξω από τη φυλακή στο Βίδο, πήδηξαν σε μία βάρκα και με την απειλή μαχαιριού εξανάγκασαν τον βαρκάρη να τους μεταφέρει απέναντι στην Αλβανία, διαφορετικά θα τον σκότωναν του είπαν.
-Τραβάτε κουπιά ,τους είπε ο πονηρός βαρκάρης, αν θέλετε να φτάσουμε γρήγορα.
Οι δυο Ρεντζαίοι που να ήξεραν από θάλασσα και κουπιά. Έτσι οι δυο λύκοι βρέθηκαν να τραβούν κουπιά το πρωί από τους λιμενικούς λίγο έξω από την Κέρκυρα. Ο πονηρός βαρκάρης κρυφά είχε καταφέρει να ρίξει την άγκυρα και οι Ρεντζαίοι τραβούσαν κουπί, χωρίς να πάρουν χαμπάρι πως η βάρκα ήταν στο ίδιο σημείο. Βλαστημώντας και με σκυμμένα κεφάλια γύρισαν στα κελιά τους.»

Η δίκη γίνεται το 1929 και το κακουργοδικείο Κερκύρας αποφασίζει "είς θάνατον".

Στις 5 Μαρτίου του 1930 τα ξημερώματα περνάνε στην σφαίρα του μύθου. Τα πτώματά του μένουν σε κοινή θέα μέχρι στις μία το μεσημέρι και μετά παραδίδονται στην μάνα τους.

Λέγεται ότι τις τελευταίες στιγμές μπροστά στο απόσπασμα ο Θύμιος φώναξε «Χτυπάτε, παιδιά, από την κοιλιά και απάνω!» άλλοι λένε ότι ζήτησε να τους πυροβολήσουν στο στήθος και όχι στο πρόσωπο και ο Γιάννης φώναξε «Με μια σφαίρα σκότωνα εγώ κι όχι με τριάντα!»



Ρεντζαίοι  και ...Γρεβενίτι

[Αναδρομές στα παλαιά Γιάννενα, από τον Γιάννη Τρεμπέλη]

Για τους αδελφούς Γιάννη και Θύμιο Ρέντζιο, η οικογένεια μου έχει προσωπικό βίωμα και σας παραθέτω την κάτωθι ιστορία, η οποία είναι πραγματική. Το σπίτι μας στην συνοικία Σιαράβα, είναι πολύ παλαιό, κτισμένο τον Ι7ον αιώνα στην θέση Ταμπάκικα, όπου επί 3 αιώνες ευδοκιμούσαν τα Βυρσοδεψία, προσφέροντας εις την πόλη των Ιωαννίνων πολλά χρήματα από το εμπόριο των δερμάτων. Όλα τα σπίτια - βυρσοδεψία και τα σφαγεία, ήταν πλησίον του νερού, διότι τα νερά ήταν απαραίτητα δια τον καθαρισμό των δερμάτων. Το βυρσοδεψείο μας αντί παραθύρων προς το δρόμο της λίμνης, σημερινής οδού Γαριβάλδη, υπήρχε μία μικρή πολεμίστρα και η εξωτερική πόρτα από χονδρό ξύλο, επενδυμένη με φύλλο σιδερένιο και μεγάλα σιδερένια καρφιά. Έτσι είχε αρκετή ασφάλεια, διότι δεν υπήρχαν φώτα στην λίμνη και ήτο άκρως επικίνδυνη η κυκλοφορία την νύχτα. Στην κατάσταση αυτή ήτο μέχρι το έτος 1952, έκτοτε το μετατρέψαμε σε κατοικήσιμα δωμάτια συνέχεια έχουμε και το πατρικό μας, επίσης σπίτι συνεχόμενο του βυρσοδεψείου, όπου μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αυλή, 80 μέτρων, όπου κρεμούσαμε τα δέρματα στον ήλιο για να στεγνώσουν.
Η μητέρα μου την εποχή των Ρεντζαίων ήτο μοδίστρα, "τηρζίνα" γιαννιώτικα, με μεγάλη πελατεία τόσο στα Γιάννενα, καθώς και στα περισσότερα βλαχοχώρια, έχοντας πολλές μαθήτριες «καλφάδες» και έφτιαχνε προικιά.
Την εποχή εκείνη, πολλοί Ηπειρώτες από τα Βλαχοζαγόρια, ήσαν ταξιδεμένοι στην Ρουμανία ασχολούμενοι με το εμπόριο της ξυλείας, μεταξύ αυτών ήτο και ένας ξυλέμπορος από το Γρεβενίτι, πολύ πλούσιος, ο οποίος ήλθε στο χωριό του για να παντρευτεί και να επιστρέψει μετά πάλι, στις επιχειρήσεις του στην Ρουμανία. Οι αδελφοί Καππά, Χαρίλαος και Βασίλειος, υπέδειξαν την μητέρα μου την καλύτερη μοδίστρα για να φτιάξει την προίκα, στην μέλλουσα σύζυγό του. Ο μεν μνηστήρας, εγκαταστάθει εις το ξενοδοχείο Αβέρωφ επί της Κεντρικής Πλατείας και απέναντι του ωρολογίου, η δε μνηστή του έμεινε εις το σπίτι μας, ώστε και να κάνει καθημερινά πρόβα.
Οι Ρεντζαίοι πληροφορηθέντες, ότι η μνηστή του Ξυλεμπόρου, μένει στο σπίτι μας, μια νύχτα αργά το βράδυ ήλθαν και κτυπούσαν την πόρτα του βυρσοδεψείου, για να κάνουν την απαγωγή και να ζητήσουν χρήματα αρκετά για να την απελευθερώσουν. Η θέσης του βυρσοδεψείου, ήτο ιδανικός τόπος για να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους. Σκότος και νερά τους ευνόησαν. Έτρεξε η μητέρα μου να δει τι συμβαίνει και χωρίς να την καταλάβουν, ήτο ξυπόλυτη, ήλθε και άκουσε τη συνομιλία τους και κατάλαβε ότι ήταν οι Ρεντζαίοι. Φόβος και τρόμος την έπιασε, αλλά ήτο και θαρραλέα γυναίκα τότε τους ρώτησε τι θέλουν και μας ανησυχούν αυτή την ώρα; Της απήντησαν να ανοίξει να μπουν μέσα να δουν τον ξυλέμπορο, ο οποίος είναι χωριανός και συγγενής τους και έχουν μεγάλη ανάγκη να τον δουν προσωπικά. Η μητέρα μου τους είπε πως δεν μπορεί να τους ανοίξει είναι νύχτα και πως δεν είναι δω τα πρόσωπα που ζητάνε και να πάνε στο ξενοδοχείο να τα ανταμώσουν. Τότε αυτοί την απείλησαν ότι θα βάλουν φωτιά και θα κάψουν το βυρσοδεψείο και τους απήντησε η μητέρα μου κάντε ότι θέλετε, ενώ συγχρόνως έτρεξε και πήρε το ζεύγος και τούς πήγε απέναντι από το σπίτι μας στην οικογένεια Γ. Παπλωματά, για να τους προστατεύσει. Έτσι η απαγωγή δεν έγινε. Την άλλη μέρα το ζεύγος ζήτησε την προστασία της Αστυνομίας και η οποία τους φυγάδευσε με ασφαλή συνοδεία χωροφυλάκων μέσον Πρεβέζης, έφυγαν και εγκαταστάθηκαν εις Ρουμανία. Εν τω μεταξύ η μητέρα μου, έφτιαξε την προίκα, την οποία οι συγγενείς του ζεύγους, μετέφεραν εις το Βουκουρέστι της Ρουμανίας.