Greveniti.blogspot.gr - Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΓΡΕΒΕΝΙΤΙΟΥ

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Λέξεις που χάνονται από το Γρεβενίτι...

                                                                                                     
                                                                                                                      Μέρος έκτο
  • γκαργκαλάνος:  Στο Γρεβενίτι λέμε έτσι το λάρυγγα. Η λέξη είναι βλάχικη: girgil anu "μι ντουάρι γκαργκαλ΄ιάνου" (mi duari girgil anu)= Με πονάει ο λάρυγγας.

  • ξίκι (το) (λαϊκό) όχι σωστό, λειψό. Το συναντούμε μόνο στη φράση: ξίκι να γίνει! για κάτι που δεν λαμβάνεται σοβαρά υπ΄ όψιν. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:< τούρκικο eksik (βλέπε και ξίκικος = λιποβαρής)
  • χαλεύω: Τη λέξη έχει ο Μπαμπινιώτης στο Λεξικό, αλλά στο χωριό την ακούω όλο και πιο αραιά. Είναι ρήμα μεταβατικό και χρησιμοποιείται σε ενεστώτα και παρατατικό. Χρησιμοποιείται ως: ψάχνω, αναζητώ (κάτι), γυρεύω και μεταφορικά ζητιανεύω, ζητώ (κάτι) με αναξιοπρεπή τρόπο. Στο Γρεβενίτι χρησιμοποιείται μόνο με την κυριολεκτική της σημασία.  ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: αρχαία χαλή, δωρικός τύπος του χηλή "οπλή"  + επίθημα -εύω με ενδιάμεση σημασία  "ανοίγω την παλάμη για να λάβω κάτι".
  • βογκάλα: Έτσι λέμε στο Γρεβενίτι το τρέξιμο. Η λέξη προέρχεται  από το βογκώ (πιο σωστό βογγώ), επειδή όταν κάποιος τρέχει, ανασαίνει έντονα, βογκάει. Επίσης στο χωριό έχω ακούσει τη φράση: "Ήρθα βογκαλιστός".
  • σκαπετίζω: Σκαπετίζω και σκαπετώ σημαίνει δραπετεύω, ξεφεύγω από τον κίνδυνο, γλιτώνω. Επίσης, φεύγω, εξαφανίζομαι-όχι κατ΄ανάγκη τρέχοντας. Λέγεται επίσης για κάποιον που περνάει την κορυφή υψώματος. Και στις τρεις περιπτώσεις, το κοινό στοιχείο είναι ότι όποιος σκαπετίζει παύει να είναι ορατός. Είναι δάνειο από το ιταλικό scappare, "ξεφεύγω, δραπετεύω". Τα νεότερα λεξικά δεν την έχουν, αν και ακούγεται στις περισσότερες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στο Γρεβενίτι έχουμε τοπωνύμιο "Καπετσίνα", μια περιοχή στο βάθος  προς την ποταμιά, και ...υποπτεύομαι ότι έχει σχέση με το  scappare.
  • πόντζι: Τσίπουρο με μέλι ή πετιμέζι, βρασμένο στη φωτιά, που δρούσε με δύο τρόπους: με την εισπνοή των πραγματικά αποπνικτικών υδρατμών του και ως θερμαντικό με την πόση. Στο Γρεβενίτι χρησιμοποιούν συνήθως ζάχαρη. Ποντζάρω (ναυτικός όρος)(ρήμα) κουνιέμαι δεξιά, αριστερά. Οι ναυτικοί "πόντζι" λένε το κούνημα του σκάφους από τα κύματα. Ίσως το ρόφημα να ονομάστηκε έτσι, γιατί πριν το πιούμε το κουνάμε δεξιά, αριστερά για να διαλυθεί το μέλι ή η ζάχαρη. θα μου πεις ναυτικός όρος στο Γρεβενίτι; Προφανώς είναι φερτό, γιατί χρησιμοποιείται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.


  • παρασάνταλος, -η,-ο: Ακούγεται όλο και πιο αραιά στο χωριό και σήμαινε αυτόν, αυτήν που ήταν ατσούμπαλος, -η.
  • χαρτωσιά: (η) (λαϊκή λέξη) το σύνολο των χαρτιών που συγκεντρώνει σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού ένας παίκτης με ένα μόνο χαρτί, η μπάζα. (Μεταφορικά) δεν πιάνω χαρτωσιά σε (κάποιον /κάτι): είμαι καταφανώς υποδεέστερος, είμαι κατώτερος από (κάποιον/κάτι): Δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του ούτε στις γνώσεις ούτε στις ικανότητες.
Όπως έλεγε σε κάποιο ποίημά του ο συγχωρεμένος ο Ανανίας:
Μου φεύγουν οι ώρες σαν τα σύννεφα
οι ώρες μου κυλούνε σαν το γάργαρο νερό
ώσπου να έρθει μια μέρα να γεράσω,
ν' ασπρίσω και σαν τον ανθό να κιτρινοφυλλιάσω
και χαρτωσιά στις μικρούλες δε θα πιάσω!



Αν υπάρχει άλλη άποψη πιο τεκμηριωμένη για οτιδήποτε γράφεται στη σειρά: "Λέξεις που χάνονται από το Γρεβενίτι", ευχαρίστως θα δημοσιευτεί.  
                                                                                Γιάννης Σιούλας